Ήταν καλοκαίρι του 2018 (16 Ιουλίου) όταν ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, συνάντησε τον Ρώσο ομόλογό του, Βλάντιμιρ Πούτιν, στο Ελσίνκι… μόνος, χωρίς να έχει δίπλα του κατά τη διάρκεια των συνομιλιών κάποιον άλλο αξιωματούχο ή σύμβουλο… χωρίς επίσημη ατζέντα… και με τον Πούτιν να προσέρχεται στο ραντεβού αργοπορημένος. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης τύπου που θα ακολουθούσε, ο Τραμπ θα «άδειαζε» και τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες, αποδεχόμενος – μπροστά στις κάμερες – τη θέση του Πούτιν ότι η Ρωσία δεν είχε καμία κακόβουλη εμπλοκή στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2016, σε αντίθεση δηλαδή με όσα είχαν αποφανθεί οι Αρχές ασφαλείας των ΗΠΑ για τις «ρωσικές» κυβερνοεπιθέσεις σε βάρος της Εθνικής Επιτροπής του Δημοκρατικού Κόμματος και του τότε επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας της (προεδρικής αντιπάλου του Τραμπ) Χίλαρι Κλίντον, Τζον Ποντέστα. 

Τρία χρόνια μετά, το σκηνικό μοιάζει πια να έχει αλλάξει άρδην, όχι μόνο επί της διαδικασίας αλλά και επί της ουσίας. «Το πρωτόκολλο είναι πολιτική», όπως έχει άλλωστε υπογραμμίσει και ο πάλαι ποτέ υφυπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας και νυν πρόεδρος της Διάσκεψης Ασφαλείας του Μονάχου, Βόλφγκανγκ Ίσινγκερ. 

Όλα διαφορετικά 

Ο 46ος πρόεδρος των ΗΠΑ και διάδοχος του Τραμπ στην εξουσία, Τζο Μπάιντεν, συναντήθηκε με τον Βλάντιμιρ Πούτιν στη Γενεύη στις 16 Ιουνίου… συνοδεία πλήθους αξιωματούχων, στη βάση ενός προσυμφωνηθέντος προγράμματος επαφών άλλες από τις οποίες ήταν κλειστού κύκλου (Μπάιντεν-Μπλίνκεν-Πούτιν-Λαβρόφ) και άλλες διευρυμένου χαρακτήρα (Λαβρόφ, Ουσακόφ, Ριαμπκόφ, Πεσκόφ, Αντόνοφ, Γερασίμοφ, Κοζάκ, Λαβρέντιεφ οι συμμετοχές από τη ρωσική πλευρά – Μπλίνκεν, Σάλιβαν, Γκριν, Νούλαντ οι συμμετέχοντες από την πλευρά των ΗΠΑ). Ενώ μετά τις επαφές δεν ακολούθησε κοινή συνέντευξη Τύπου των δύο ηγετών αλλά χωριστές διαδοχικές συνεντεύξεις. 

Τα αγκάθια 

Η πρώτη δια ζώσης συνάντηση των Μπάιντεν και Πούτιν έπειτα από την εκλογή του πρώτου στην προεδρία των ΗΠΑ πραγματοποιήθηκε, λοιπόν, μέσα σε ένα πλαίσιο πολύ διαφορετικό – και πολύ πιο σφιχτό – από εκείνο της τετραετίας Τραμπ. Από τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου του 2020 άλλωστε και έπειτα έχουν μεσολαβήσει πολλά και… επεισοδιακά, μεταξύ αυτών: κυβερνοεπιθέσεις (SolarWinds, Colonial Pipeline), φραστικά πυρά (χαρακτηριστική η κίνηση του Μπάιντεν να χαρακτηρίσει «φονιά» τον Πούτιν κατά τη διάρκεια τηλεοπτικής συνέντευξης), απελάσεις και ανακλήσεις διπλωματών (Ανατόλι Αντόνοφ, Τζον Σάλιβαν κ.ά.), αεροπειρατείες (Ρομάν Προτασέβιτς), συλλήψεις (Αλεξέι Ναβάλνι) και κυρώσεις, ενώ μεταξύ των δύο χωρών εκκρεμεί και το ενδεχόμενο ανταλλαγής κρατουμένων (των Αμερικανών Τρέβορ Ριντ και Πολ Γουέλαν που κρατούνται στη Ρωσία, του Ρώσου Βίκτορ Μπουτ που κρατείται στις ΗΠΑ κ.ά.).

Υπενθυμίζεται πως οι υπουργοί Εξωτερικών των δύο χωρών, Σεργκέι Λαβρόφ και Άντονι Μπλίνκεν είχαν «εποικοδομητικές» συνομιλίες στο Ρέικιαβικ της Ισλανδίας προ εβδομάδων, στις 19 Μαΐου. Σημειώνεται, δε, πως τόσο εκείνη η συνάντηση του Μαΐου όσο και η τελευταία συνάντηση Μπάιντεν – Πούτιν πραγματοποιήθηκαν έπειτα από αμερικανική πρωτοβουλία. 

Οι ΗΠΑ επέστρεψαν… 

Από την πλευρά των ΗΠΑ, και μόνο η αλληλουχία των γεγονότων στέλνει ένα μήνυμα προς τη μεριά της Μόσχας. Με τη συνάντηση Μπάιντεν-Πούτιν στις 16 Ιουνίου ουσιαστικά «έκλεισε» ο κύκλος της πρώτης περιοδείας του Μπάιντεν ως προέδρου στην Ευρώπη. Αφού πρώτα έδωσε το «παρών» στις Συνόδους Κορυφής των G7 (13 Ιουνίου), του ΝΑΤΟ (14 Ιουνίου) και των ΕΕ-ΗΠΑ (15 Ιουνίου), ο Αμερικανός πρόεδρος έσπευσε να συναντηθεί με τον Πούτιν ως ηγέτης μιας Δύσης που ανασυντάσσεται/ανασυγκροτείται – έπειτα από τον αμερικανικό «απομονωτισμό» της τετραετίας Τραμπ – με τις ΗΠΑ όμως και πάλι στο τιμόνι.

Ο «αποσταθεροποιητικός», «κακόβουλος» και «επιθετικός» ρόλος που – σύμφωνα με τη Δύση – διαδραματίζει η Ρωσία θα πρωταγωνιστούσε άλλωστε ως σημείο αναφοράς και στα κοινά ανακοινωθέντα των προαναφερθεισών Συνόδων: της G7 (σημεία 51 και 52), του ΝΑΤΟ και των ΕΕ-ΗΠΑ (σημείο 27). 

Ο Αμερικανός πρόεδρος προσήλθε, λοιπόν, στη Villa La Grange της Γενεύης με διάθεση… να βάλει τα πράγματα στη θέση τους απέναντι στη Μόσχα έπειτα από μια περίοδο σύγχυσης, επανα-θέτοντας κόκκινες γραμμές και αναζητώντας νέες βάσεις διαπραγμάτευσης.   

Και ο Βλάντιμιρ Πούτιν ωστόσο από την άλλη πλευρά, προσήλθε στην Ελβετία με διάθεση να καταστήσει σαφείς στη Δύση τις ρωσικές κόκκινες γραμμές, για τις οποίες ο ίδιος είχε άλλωστε προειδοποιήσει και από το βήμα της ετήσιας ομιλίας του για την κατάσταση του ρωσικού έθνους τον περασμένο Απρίλιο στη Μόσχα. 

Ενδεικτικά ως προς τις ρωσικές διαθέσεις και τα δημοσιεύματα με τα οποία το ρωσικό ειδησεογραφικό πρακτορείο TASS «περιέβαλε» το γεγονός της συνάντησης Μπάιντεν – Πούτιν: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν πρόκειται να καταφέρουν να αλλάξουν τη θέση της Ρωσίας ασκώντας πίεση»… «Κίνα και Ρωσία δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να ενδυναμώσουν τη στρατηγική, στρατιωτική και διπλωματική συνεργασία τους»… «Ρωσία, Λευκορωσία, Σερβία ξεκινούν κοινά γυμνάσια»… 

Οι διπλωμάτες πίσω στις θέσεις τους  

Κατά την έναρξη της συνάντησής τους, αμφότεροι οι ηγέτες εμφανίστηκαν να κάνουν συγκρατημένα ανοίγματα προς την άλλη πλευρά. Ο Τζο Μπάιντεν εξέφρασε την επιθυμία η σχέση ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και τη Μόσχα να καταστεί «προβλέψιμη και ορθολογική». «Ελπίζω πως η συνάντησή μας θα είναι παραγωγική», δήλωσε από την πλευρά του ο Βλάντιμιρ Πούτιν, αφού προηγουμένως ευχαρίστησε τον Μπάιντεν για την πρωτοβουλία να συναντηθούν.  

Περίπου τρεισήμισι ώρες μετά, οι συνομιλίες θα είχαν ολοκληρωθεί με τους δύο ηγέτες να παίρνουν τον δρόμο του ο καθένας προς το βήμα χωριστών διαδοχικών συνεντεύξεων Τύπου (πρώτη χρονικά εκείνη του Πούτιν, δεύτερη εκείνη του Μπάιντεν). 

«Εάν θέλουν να ξαναπιάσουν το νήμα έπειτα από όσα έχουν προηγηθεί, Μόσχα και Ουάσιγκτον θα πρέπει μάλλον να ξεκινήσουν από την αποκατάσταση της εύρυθμης και απρόσκοπτης λειτουργίας των διπλωματικών αποστολών και στις δύο χώρες», γράφαμε στο Άμυνα και Διπλωματία στις 22 Μαΐου… όπερ και εγένετο. 

Με βάση το συμφέρον 

Μιλώντας μετά το πέρας της συνάντησης που είχε με τον Αμερικανό ομόλογό του, ο Βλάντιμιρ Πούτιν έκανε γνωστό πως οι πρέσβεις των δύο χωρών πρόκειται να επιστρέψουν στις θέσεις τους. Χαρακτήρισε «εποικοδομητικές» και «ουσιαστικές» τις συνομιλίες που προηγήθηκαν, ενώ παράλληλα ανακοίνωσε πως Ρωσία και ΗΠΑ πρόκειται να ξεκινήσουν διαβουλεύσεις και για το θέμα της κυβερνοασφάλειας το οποίο είναι «εξαιρετικά σημαντικό», πράγμα που θα επιβεβαίωνε λίγο αργότερα και ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν (υπογραμμίζοντας ότι η Ουάσιγκτον θέλει ΗΠΑ και Ρωσία να συμφωνήσουν σε μια λίστα από υποδομές ζωτικής σημασίας που δεν θα μπαίνουν ποτέ στο στόχαστρο κυβερνοεπιθέσεων ούτε από τη μία ούτε από την άλλη πλευρά). 

Κατά τα λοιπά, ο Ρώσος ηγέτης υπερασπίστηκε πλήρως, όπως ήταν αναμενόμενο άλλωστε, την οδό που έχει ο ίδιος ακολουθήσει τόσο στην υπόθεση του Αλεξέι Ναβάλνι όσο και στο μέτωπο της Ουκρανίας.   

«Είπα στον πρόεδρο Πούτιν πως η ατζέντα μου δεν στρέφεται ενάντια στη Ρωσία ή σε οποιονδήποτε άλλο. Είναι υπέρ του αμερικανικού λαού», δήλωσε από την πλευρά του ο Τζο Μπάιντεν μετά το πέρας της συνάντησης, επαναλαμβάνοντας πως αυτό που επιθυμεί είναι μια «σταθερή και προβλέψιμη» σχέση με τη Μόσχα. «Θα έπρεπε να μπορούμε να συνεργαζόμαστε όπου είναι προς το κοινό μας συμφέρον.

Και όπου έχουμε διαφορές, ήθελα ο πρόεδρος Πούτιν να καταλάβει γιατί λέω όσα λέω και γιατί κάνω όσα κάνω, και πως θα απαντήσουμε σε συγκεκριμένες κινήσεις που βλάπτουν τα συμφέροντα της Αμερικής», συνέχισε ο Μπάιντεν, υπογραμμίζοντας ωστόσο πως το κλίμα στη συνάντηση με τον Πούτιν ήταν «θετικό» και πως υπάρχει «προοπτική» οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες όντως να βελτιωθούν… χωρίς όμως αυταπάτες περί τυφλής «εμπιστοσύνης», διότι αυτά που μετρούν και που κατευθύνουν τις εξελίξεις σε κάθε περίπτωση είναι πάντοτε τα «συμφέροντα».