Αν και «παρακμάζουσα» στα μάτια των Αμερικανών, η Ρωσία του Βλάντιμιρ Πούτιν εξακολουθεί να δείχνει τα δόντια της έναντι των ΗΠΑ όχι μόνο στη διεθνή σκηνή αλλά και διμερώς, συχνά μάλιστα κατά τρόπο υβριδικό, δοκιμάζοντας έτσι και τις διαθέσεις της επερχόμενης αμερικανικής διοίκησης υπό τον Δημοκρατικό Τζο Μπάιντεν.

Οι Δημοκρατικοί στις ΗΠΑ έχουν όμως ήδη ανοιχτούς λογαριασμούς με τη Μόσχα στην οποία άλλωστε «χρεώνουν» επί της ουσίας και την τετραετία Τραμπ. Εάν δεν είχαν προηγηθεί οι «ρωσικές» κυβερνοεπιθέσεις της περιόδου 2015-2016 σε βάρος τότε τόσο της Εθνικής Επιτροπής του Δημοκρατικού Κόμματος όσο και του τότε επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας της Χίλαρι Κλίντον, Τζον Ποντέστα, οι Δημοκρατικοί ίσως και να μην είχαν ηττηθεί στις προεδρικές του 2016. Τουλάχιστον αυτό θέλουν να πιστεύουν οι ίδιοι. Υπενθυμίζεται πως οι εν λόγω επιθέσεις είχαν σαν αποτέλεσμα να διαρρεύσουν στη δημοσιότητα emails που θα έπλητταν την εικόνα της παράταξης των Δημοκρατικών στον δρόμο προς την κάλπη, ενισχύοντας όμως έτσι στον αντίποδα τους Ρεπουμπλικάνους και τον Ντόναλντ Τραμπ.

Τέσσερα χρόνια μετά, με τον Τζο Μπάιντεν να ετοιμάζεται πλέον να ορκιστεί στις 20 Ιανουαρίου του 2021 ως 46ος πρόεδρος των ΗΠΑ, η απειλη των κυβερνοπιθέσεων ρίχνει και πάλι βαριά τη σκιά της πάνω από την αμερικανική πολιτική σκηνή στον απόηχο νέων συγκλονιστικών αποκαλύψεων.

Όπως έγινε γνωστό, ξένοι χάκερ (κατά πάσα πιθανότητα Ρώσοι, αν και η Ρωσία επισήμως αρνείται κάθε ανάμειξη) είχαν καταφέρει επί σειρά μηνών να «αλωνίζουν» εντός δικτύων στις ΗΠΑ, με Δούρρειο Ίππο ένα «πειραγμένο» αμερικανικό λογισμικό, συλλέγοντας πληροφορίες ο όγκος και το περιεχόμενο των οποίων ίσως χρειαστούν χρόνια προκειμένου να διασαφηνιστούν.

Αμερικανικά υπουργεία (όπως τα Ενέργειας, Οικονομικών, Εμπορίου), ομοσπονδιακές κρατικές υπηρεσίες, δεξαμενές σκέψης και επιχειρήσεις (όπως οι Microsoft, FireEye κ.ά.) βρέθηκαν στο στόχαστρο των επιθέσεων τις οποίες δυτικές πηγές «χρεώνουν» στη ρωσική υπηρεσία πληροφοριών SVR που προ ημερών (20 Δεκεμβρίου) γιόρτασε και τα 100 χρόνια από την ίδρυσή της.

Υβριδικός πόλεμος

«Στον υβριδικό πόλεμο που διεξάγεται τώρα ανάμεσα στην Αμερική και τη Ρωσία, ο τομέας των πληροφοριών είναι κεντρικό πεδίο μάχης και τα κυβερνοεργαλεία όπλα πρώτης επιλογής. Σε αντίθεση ωστόσο με τη σφαίρα των πυρηνικών, εκεί δεν υπάρχουν κανόνες που να διέπουν αυτόν τον ολοένα και πιο έντονο ανταγωνισμό», γράφει ο διευθυντής του Carnegie Center της Μόσχας, Ντμίτρι Τρένιν, βλέποντας την αμερικανορωσική αντιπαράθεση να φτάνει και πάλι «ένα βήμα» μακριά από τον πόλεμο.

«Ρώσοι έβαλαν backdoor σε ένα (σ.σ. αμερικανικό) software που χρησιμοποιείται παντού (SolarWinds). Τρέχει ανενόχλητο τουλάχιστον από τον Ιούνιο», σχολιάζει μιλώντας στο «Άμυνα και Διπλωματία» στέλεχος με πολυετή παρουσία στον χώρο του cyber security.

Έρχονται αντίποινα από ΗΠΑ;

Όσο για την ομάδα του Τζο Μπάιντεν, εκείνη εμφανίζεται πλέον – σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters – να εξετάζει το ενδεχόμενο «αντιποίνων» που θα μπορούσαν να λάβουν τη μορφή νέων οικονομικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας ή ακόμη και κυβερνοεπιθέσεων κατά ρωσικών στόχων. Η στοχοποίηση ρωσικών κολοσσών όπως είναι η βιομηχανία αλουμινίου Rusal, η «έξωση-αποκοπή» της Ρωσίας από το σύστημα διατραπεζικών χρηματοπιστωτικών τηλεπικοινωνιών SWIFT, και η περαιτέρω ενίσχυση της δυτικής στρατιωτικής παρουσίας πέριξ των δυτικών ρωσικών συνόρων είναι μόνο κάποια από τα αντίποινα προς την κατεύθυνση των οποίων φαίνεται να κοιτούν Αμερικανοί πολιτικοί, διπλωμάτες και αναλυτές. Για μερίδα Αμερικανών πολιτικών όπως είναι επί παραδείγματι ο Δημοκρατικός Γερουσιαστής Ρίτσαρντ Ντέρμπιν, οι πρόσφατες κυβερνοεπιθέσεις ισοδυναμούν με «πράξη πολέμου».

Πυρηνικά, Ιράν και COVID

Το ενδεχόμενο ωστόσο να επιβληθούν τέτοιου τύπου κυρώσεις σχεδόν παράλληλα και με την εκπνοή της Νέας Συνθήκης START (για τον περιορισμό των πυρηνικών οπλοστασίων) που, εάν δεν ανανεωθεί, παύει να ισχύει στις 5 Φεβρουαρίου του 2021, δημιουργεί προβληματισμό ως προς το μέλλον όχι μόνο της εν λόγω Συνθήκης αλλά και ευρύτερα των αμερικανορωσικών σχέσεων σε μια περίοδο διεθνών προκλήσεων (αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, καταπολέμηση της πανδημίας του κορονοϊού, αναβίωση της JCPOA κ.ά.).

«Η Ρωσία δεν κατασκευάζει τίποτα […] Ο πληθυσμός της συρρικνώνεται», δήλωνε ως πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών ο Μπαράκ Ομπάμα το 2014, εκφράζοντας έτσι μια άποψη περί ρωσικής «παρακμής» την οποία δείχνουν ωστόσο να συμμερίζονται και πολλοί άλλοι εντός των ΗΠΑ.

Η «παρακμάζουσα» Ρωσία και οι ΗΠΑ

«Η Ρωσία βρίσκεται σε απότομη παρακμή και αυτό δεν είναι πιθανό να αντιστραφεί», θα σημείωναν από την πλευρά τους, σε ανάλογο πνεύμα, οι αναλυτές του αμερικανικού Jamestown Foundation την άνοιξη του 2017, καταλήγοντας σε ένα συμπέρασμα με το οποίο φαίνεται να συμφωνούν και οι ειδήμονες της έτερης αμερικανικής δεξαμενής σκέψης RAND, όπως προκύπτει μέσα από σειρά κειμένων που έχουν δώσει στη δημοσιότητα τα τελευταία χρόνια (1, 2).

Αλλά και πιο πρόσφατα, μόλις τον περασμένο Ιούνιο, ο Φίλιπ Στίβενς θα σημείωνε μέσα από τις σελίδες των Financial Times ότι «ο Ρώσος πρόεδρος ηγείται ενός έθνους σε παρακμή», απηχώντας έτσι την άποψη που είχε εκφράσει ολίγους μήνες νωρίτερα (τον Νοέμβριο του 2019) και ο καθηγητής του Χάρβαρντ (και θεωρητικός της ήπιας ισχύος) Τζόζεφ Νάι για τη Ρωσία που «είναι μια χώρα σε παρακμή».

Προκειμένου να αιτιολογήσουν την άποψή τους περί «ρωσικής παρακμής», μια άποψη που φαίνεται να κυριαρχεί και στις τάξεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, οι Αμερικανοί αναλυτές τείνουν να επικαλούνται μια σειρά από στοιχεία: τη δημογραφική συρρίκνωση, την αδυναμία του ρωσικού καθεστώτος να εκσυγχρονίσει την εγχώρια οικονομία – μια οικονομία που κινείται σε τροχιά «υποαποδόσεων» και αναιμικής ανάπτυξης -, το brain drain, την εντεινόμενη δυσφορία μερίδας πολιτών εντός των ρωσικών συνόρων, τα προβλήματα στο ρωσικό σύστημα υγείας, και την πτώση στις τιμές του πετρελαίου, μεταξύ άλλων. Εάν στα παραπάνω προσθέσει κανείς και την πανδημία του κορονοϊού (με τους επισήμως περισσότερους από 51.000 νεκρούς στη Ρωσία), τότε τα προβλήματα για το ρωσικό καθεστώς φαίνεται όντως να επιδεινώνονται.

Ήδη πριν από την πανδημία, υπήρχαν αμερικανικά think-tanks όπως το RAND που υποστήριζαν ότι «η αντιστάθμιση της ρωσικής ισχύος και η ανάσχεση της ρωσικής επιρροής δεν είναι πιθανό να επιβαρύνουν τις Ηνωμένες Πολιτείες με αυξανόμενα βάρη».

Η Νούλαντ ανησυχεί

Η Αμερικανίδα άλλοτε υφυπουργός Εξωτερικών Βικτόρια Νούλαντ φαίνεται, ωστόσο, να έχει διαφορετική άποψη. Με άρθρο που δημοσίευσε στο περιοδικό Foreign Affairs, η πρώην υφυπουργός (αρμόδια για τις ευρωπαϊκές και ευρασιατικές υποθέσεις την περίοδο της ουκρανικής κρίσης του 2014, με πρέσβη των ΗΠΑ τότε στο Κίεβο τον Τζέφρι Πάιατ) κρούει τον κώδωνα του κινδύνου σημειώνοντας, μεταξύ άλλων, ότι «η απειλή της Ρωσίας για τον φιλελεύθερο κόσμο έχει αυξηθεί» αλλά και ότι υπάρχουν «τομείς στους οποίους η Ρωσία επιδιώκει ή έχει ήδη αποκτήσει προβάδισμα-πλεονέκτημα» όπως είναι επί παραδείγματα εκείνοι των υπερηχητικών πυραύλων (hypersonic missiles), των υποθαλάσσιων όπλων (undersea weapons), της κυβερνοασφάλειας και των επιχειρησιακών δυνατοτήτων άρνησης-απαγόρευσης πρόσβασης σε περιοχή (anti-access/area-denial).

Ειδικά το θέμα της κυβερνοασφάλειας επανέρχεται πια εμφατικά στο προσκήνιο, με τη Ρωσία να πρωταγωνιστεί ως «απειλή» στα αμερικανικά δημοσιεύματα… αν και «παρακμάζουσα». Πως θα αντιδράσει ο Τζο Μπάιντεν άμα τη αναλήψει των καθηκόντων του; Από τη στάση του αναμένεται, πάντως, να κριθούν πολλά, όχι μόνο σε επίπεδο διμερές αλλά και διεθνώς.