Απολογισμός ενός έτους στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας
Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι, τον τελευταίο χρόνο, δεν πλήξαμε. Και όχι μόνον λόγω Covid-19 και σε ότι σχετίζεται με αυτόν. Ιδιαίτερα στα Ελληνοτουρκικά, τα όσα συνέβησαν είχαν και ένταση και διάρκεια. Και το χειρότερο; Κανένας δε μπορεί να πει -ούτε καν ο δημιουργός τους Ερντογάν- πότε «προβλέπεται» να τελειώσουν. Θα προσπαθήσουμε, λοιπόν, να κάνουμε έναν απολογισμό των όσων έγιναν σ’ αυτούς τους 12-13 μήνες που πέρασαν στον τομέα της Άμυνας.

Δεν είναι η πρώτη φορά, μέσα στο 2020, που η «Α&Δ» αναφέρεται στην ανάγκη των μεταρρυθμίσεων στο σύστημα της Άμυνας. Στο τεύχος μας του Φεβρουαρίου 2020 και στις σελίδες 26-30, όπως και σε αυτό του περασμένου Ιουνίου στις σελίδες 28-33, είχαμε καταδείξει κάποια από τα προβλήματα που ταλανίζουν όχι μόνον τα της Άμυνας, αλλά αυτό που συνήθως αποκαλούμε «κράτος». Αυτό μπορεί να ακούγεται κάπως υπερβολικό, στην πραγματικότητα όμως μόνον τέτοιο δεν είναι. Και ιδού το γιατί. Όλοι θεωρούν ότι τα κονδύλια για την Άμυνα είναι τα υψηλότερα από κάθε άλλου κρατικού τομέα. Και δεν έχουν καθόλου άδικο. Όταν λοιπόν έχουμε να κάνουμε με μια οικονομία όπως η ελληνική -που δεν είναι και από τις καλύτερες, για να μην πούμε από τις χειρότερες- θα πρέπει να πάρουμε μέτρα προκειμένου να τη βελτιώσουμε. Η λύση σίγουρα δεν είναι η μείωση των αμυντικών δαπανών. Όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά επειδή οι «φίλοι» μας οι Τούρκοι θέλουν να ανασυστήσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία, φυσικά, και εις βάρος μας. Θα πρέπει λοιπόν να συνδυάσουμε την ανάγκη βελτίωσης της οικονομικής μας κατάστασης όχι απλώς με διατήρηση, αλλά με αύξηση των αμυντικών μας δυνατοτήτων. Πράγμα που μπορεί να ακούγεται ως αντιφατικό, αλλά στην πραγματικότητα μόνον τέτοιο δεν είναι. Πώς θα το πετύχουμε αυτό; Με μεταρρυθμίσεις και εκσυγχρονισμό των διαδικασιών και προπαντός της νοοτροπίας, όλων όσων ασχολούνται με την Άμυνα.

Αυτά, ιδίως το τελευταίο, πιθανότατα να ακούγονται από κάποιους ως «λίαν θεωρητικά και ανέφικτα», επειδή έχουν την εντύπωση ότι τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων είναι άκρως συντηρητικά και αντίθετα προς κάθε νεοτερισμό και ανανέωση. Έχοντας εμπειρία του χώρου, εδώ και κάμποσα χρόνια, μπορούμε να τους διαβεβαιώσουμε ότι δεν υπάρχει τίποτα το πιο λανθασμένο! Όχι πως δεν υφίσταται αυτό που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «κατεστημένο». Υπάρχει και είναι πολύ δυνατό. Όμως αυτό που το συντηρεί και το στηρίζει είναι το λεγόμενο «πολιτικό σύστημα». Οι απαιτούμενες αλλαγές, επομένως, στην Άμυνα πρέπει να ξεκινήσουν από την πολιτική ηγεσία. Άλλωστε αυτό δεν ισχυρίζονται όλοι; Ότι, δηλαδή, «οι Ένοπλες Δυνάμεις εκτελούν τις εντολές της πολιτικής ηγεσίας»;

Ας δούμε λοιπόν τι γράφαμε τον περασμένο Φεβρουάριο και Ιούνιο και τι έγινε από τότε. Μιλάγαμε λοιπόν για τον απίθανα μεγάλο αριθμό ανωτάτων αξιωματικών που υπηρετούν στις Ένοπλες Δυνάμεις. Περί τους 340, από τους οποίους 20 με 25 είναι ανακληθέντες έφεδροι! Όταν σε άλλες χώρες του ΝΑΤΟ, με το ίδιο μέγεθος ενόπλων δυνάμεων, υπηρετούν -το πολύ- 120 και μόνον προβλήματα οργάνωσης και διοίκησης δεν έχουν. Τουναντίον αποτελούν πρότυπα. Όσο για του εφέδρους; Για εμάς θα ήσαν υπεραρκετοί 4 με 5! Απλό παράδειγμα το πλωτό μουσείο Αβέρωφ που έχει ως κυβερνήτη, έφεδρο αρχιπλοίαρχο, όταν την εποχή που αποτελούσε επιχειρησιακή μονάδα του Στόλου, είχε αντιπλοίαρχο ή πλοίαρχο…
Το συνταξιοδοτικό πρόβλημα των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων είναι ένα σημαντικό ζήτημα, που πάντως αποτελεί μέρος του όλου συνταξιοδοτικού θέματος το οποίο ταλανίζει την χώρα τα 50 τελευταία χρόνια. Αυτό, βεβαίως, είναι πρόβλημα κυρίως άλλων φορέων. Όμως τι έχει κάνει το ΥΕΘΑ για του «δικούς του ανθρώπους»;

Μιλούν πολλοί για την «υποστελέχωση των μονάδων» εννοώντας τις ελλείψεις σε στρατεύσιμο προσωπικό. Ναι, η θητεία των 9 και 12 μηνών δεν αρκεί για να καλυφθούν τα κενά. Στην πραγματικότητα, δεν αρκεί για έχουμε εκπαιδευμένους στρατιώτες, ναύτες και σμηνίτες. Φυσικά, κανένας πολιτικός δεν διανοείται να προτείνει αύξηση της θητείας. Και εδώ δεν έχουν άδικο καθώς –μας αρέσει δεν μας αρέσει– οι Έλληνες δεν «τρελαίνονται» για την στρατιωτική θητεία. Μια ματιά στους αριθμούς των κάθε είδους φυγόστρατων, αλλά και αυτών που «κινούν γη και ουρανό» να υπηρετήσουν «κοντά στο σπίτι τους», θα πείσει και τον πιο φανατικά αντίθετο. Η λύση; Μία: επαγγελματικές Ένοπλες Δυνάμεις! Το κόστος ενός τέτοιου εγχειρήματος; Ασήμαντο. Αν μάλιστα γίνει και ο απαραίτητος συσχετισμός κόστους–απόδοσης, τότε σίγουρα το αποτέλεσμα θα είναι εντυπωσιακά υπέρ του επαγγελματισμού. Φυσικά, επαγγελματιών που δεν θα έχουν καμία απολύτως σχέση με τους «θεσμούς» ΕΠΟΠ, ΕΜΘ κλπ. Βεβαίως, επαγγελματικές Ένοπλες Δυνάμεις σημαίνει -πάνω και πρώτα απ’ όλα- αναδιοργάνωση. Πλήρη και ουσιαστική. Δεν είναι δυνατόν, το 2020, να βασιζόμαστε στις θεωρίες και τις απόψεις που δημιουργήθηκαν την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Καταλαβαίνουν οι αρμόδιοι –με ή χωρίς εισαγωγικά– τι γίνεται στην Ανατολική Μεσόγειο και πώς αντιμετωπίζονται τα εκεί τεκταινόμενα;
Ταυτόχρονα, το ΥΕΘΑ θα πρέπει να προχωρήσει σε αλλαγές που αφορούν την ίδια του την οργάνωση. Γιατί δηλαδή οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των αποστράτων αξιωματικών (ΕΑΑΣ, ΕΑΑΝ, ΕΑΑΑ) θα πρέπει να είναι «υπηρεσίες» υπαγόμενες σε αυτό; Επειδή έτσι ορίζει ο ιδρυτικός τους νόμος που έγινε επί Χούντας; Συμβαίνει κάτι αντίστοιχο και με άλλες ενώσεις συνταξιούχων δημοσίων υπαλλήλων; Και μη μας μιλήσουν για ασήμαντο κόστος. Τα πολλά «ασήμαντα», όταν συσσωρεύονται, γίνονται σημαντικά. Το Πολεμικό Μουσείο γιατί πρέπει να υπάγεται στο ΥΕΘΑ; Επειδή έτσι λέει –και πάλι– νόμος της Χούντας; Τα δημόσια μουσεία υπάγονται, όπως είναι φυσικό, στο Υπουργείο Πολιτισμού, γιατί όχι κι αυτό. Σε τι διαφέρει; Πρόσφατα έγινε αλλαγή του Διοικητικού Συμβουλίου του Πολεμικού Μουσείου πλην ενός μέλους (γιατί άραγε;) για λόγους «νεφελώδεις» που, όπως δηλώνουν οι «απολυθέντες», θα διευκρινιστούν στις αίθουσες των δικαστηρίων. Αυτά τα έξοδα, που συνυπολογίζονται στα της Άμυνας, τα σκέφτηκε κανένας; Ή μήπως, για «να βολέψουμε και κανένα δικό μας, δεν πειράζει»; Έτσι θα γίνουμε Ευρώπη; Με ρουσφέτια και χρησιμοποιώντας χουντικούς νόμους;

Και περνάμε σε ένα εξαιρετικά σημαντικό στοιχείο, που αν και όλοι αναφέρονται σε αυτό, αρνούνται να το αγγίξουν. Τις προμήθειες αμυντικού υλικού. Αυτές που πολλοί πολιτικοί -και όχι μόνον- χρησιμοποιούν σαν άλλοθι για το ότι πέσαμε έξω οικονομικά. Όλοι συμφωνούν ότι η υπάρχουσα περί τους εξοπλισμούς νομοθεσία είναι, στην καλύτερη των περιπτώσεων, χρονοβόρα. Ακόμα και μόνον αυτή την περίπτωση να υπολογίσουμε, αυτό σημαίνει ότι αγοράζουμε ακριβά. Γιατί; Μα γιατί «ο χρόνος είναι χρήμα». Και δεν χρειάζεται, επί του παρόντος, να μπούμε σε λεπτομέρειες. Να επαναλάβουμε απλώς ότι όλες αυτές οι δαιδαλώδεις διαδικασίες, που επιβάλουν οι σχετικοί νόμοι, όχι μόνον δεν εξασφαλίζουν την απαιτούμενη διαφάνεια, αλλά δίνουν ισχυρά νομικά «άλλοθι» στους επιτηδείους, ώστε να «επωφελούνται» δεόντως και με ασφάλεια… Η Γενική Διεύθυνση Αμυντικών Εξοπλισμών και Επενδύσεων (ΓΔΑΕΕ) έχει τις δυνατότητες να κάνει πολλά κι όχι μόνο να προσπαθεί να βρει «τον μίτο της Αριάδνης» σε κάθε εξοπλιστικό πρόγραμμα. Αρκεί βεβαίως να εκσυγχρονιστεί.

Και πες ότι λύθηκαν τα θέματα που προαναφέραμε, αυτό σημαίνει ότι θα είμαστε σε όλα και καθ’ όλα εντάξει; Όχι βέβαια! Υπάρχει ένα μεγάλο αγκάθι –κι εδώ δεν χρειάζονται εισαγωγικά– που ακούει στο όνομα Αμυντικές Βιομηχανίες. Για τις κρατικές, βεβαίως, ο λόγος. Γιατί οι ιδιωτικές όχι μόνον δεν έχουν τέτοιου είδους προβλήματα, αλλά κάποιες απ’ αυτές αποτελούν πρότυπα. Το ζήτημα είναι ότι στις αμυντικές βιομηχανίες, ενώ εμπλέκεται το ΥΕΘΑ όντας ο πελάτης τους ήτοι ο χρηματοδότης τους, δυστυχώς εμπλέκονται και άλλα υπουργεία, τα οποία, όπως έχει δείξει η έως σήμερα ιστορία, δεν …πολυσκοτίζονται. Το υπουργείο Ανάπτυξης δραστηριοποιήθηκε και έδειξε αποτελέσματα. Αλήθεια, μπορεί το Υπουργείο Οικονομικών να μας δείξει τι έχει κάνει με τις αμυντικές βιομηχανίες; Γιατί η ανάγκη να υπάρξει λύση σ’ αυτόν τομέα είναι ζωτικής σημασίας όχι μόνον για την άμυνα, αλλά και για την οικονομία της χώρας. Τη στιγμή μάλιστα που έχουν γίνει «κρούσεις» από αντίστοιχες –και οπωσδήποτε αξιόλογες– βιομηχανίες του εξωτερικού για την εξαγορά τους. Τι μιλάμε για προμήθειες φρεγατών ή αεροπλάνων, όταν εμείς δεν είμαστε σε θέση να προσφέρουμε ούτε ένα ευρώ στην κατασκευή τους; Και δεν αρκεί το ότι οι διάφοροι κατασκευαστές ανακοινώνουν συνεργασίες με ελληνικές επιχειρήσεις για τα προϊόντα τους τα οποία θα παραγγείλουμε. Πρέπει να είμαστε και σε θέση να τα κατασκευάσουμε. Και η δυνατότητα αυτή, όχι απλώς υπάρχει αλλά έχει επιδειχτεί με επιτυχία σε προηγούμενες περιπτώσεις. Το ΥΕΘΑ πρέπει να θέσει το θέμα με επιτακτικό τρόπο στην πολιτική ηγεσία του τόπου! Τσάροι έχουν πάψει να υπάρχουν εδώ κι έναν αιώνα. Οι δε ημέτεροι «οικονομικοί» τοιούτοι έχουν αποδειχτεί -όλοι τους- αποτυχόντες.

Να πάμε τώρα στις διεθνείς αμυντικές μας σχέσεις; Αλήθεια τι γίνεται με τα 1200 οχήματα M1117 Guardian που θα μας παραχωρούσαν δωρεάν οι ΗΠΑ; Γιατί καθυστερούν; Δεν τα θέλουμε; Άλλο «πλεονάζον υλικό», που να μας ενδιαφέρει, δεν υπάρχει. Οι «φήμες που κυκλοφορούν» στα Επιτελεία λένε ότι υπάρχουν. Απλώς το ΥΕΘΑ «δεν κινείται». Αλλά και τι γίνεται με την πυροβολαρχία Patriot που θα δανείζαμε στη Σαουδική Αραβία; Αποστρατεύσαμε τον υπεύθυνο υποπτέραρχο και την ξεχάσαμε; Ή μήπως δεν μας ενδιαφέρει η φιλία με την συγκεκριμένη χώρα; Να θυμίσουμε ότι η Σαουδική Αραβία είναι από τους μεγαλύτερους αντιπάλους της Τουρκίας.
Τέλος να θυμίσουμε στον ΥΕΘΑ ότι το να συναντά και να ενημερώνει τους διαπιστευμένους δημοσιογράφους σε τακτά χρονικά διαστήματα δεν είναι αγγαρεία. Η μίμηση των πρακτικών συναδέλφων του της τελευταίας πενταετίας -ή, παλαιότερα, κάποιου άλλου συνονόματού του- δεν είναι και ό,τι καλύτερο.
Θα κλείσουμε με το «οι καιροί ου μενετοί». Το ΥΕΘΑ πρέπει να «πατήσει γκάζι». Η περίοδος χάριτος τελείωσε. Το ότι η αντιπολίτευση δεν δείχνει ενδιαφέρον για την Άμυνα, δεν σημαίνει τίποτα. Η Άμυνα της χώρας, οι Ένοπλες Δυνάμεις χρειάζονται ανανέωση.