Του δρος Ευάγγελου Βενέτη

Στη φωτογραφία οι συμμετέχοντες υπουργοί Εξωτερικών κατά τη διάρκεια δηλώσεων μετά τη λήξη εργασιών της «Φιλίας, στην Αθήνα, στις 11 Φεβρουαρίου 2021. 

Οι ουσιαστικές διπλωματικές εξελίξεις των περασμένων μηνών στη γεωπολιτική πάλη της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής αποσκοπούν στην πλήρωση του κενού ισχύος που έχει ανακύψει στην περιοχή τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Στο πλαίσιο του γεωπολιτικού αναθεωρητισμού που λαμβάνει χώρα τη μεταβατική αυτή περίοδο στην Αν. Μεσόγειο, η Ελλάδα κι η Κύπρος καλούνται να λάβουν σημαντικές αποφάσεις για τη μελλοντική τους διπλωματική στρατηγική τις επόμενες δεκαετίες.

Από το 1956, το Δόγμα της Τρίαινας σε επίπεδο πληροφοριών κι άμυνας μεταξύ του Ισραήλ, της Τουρκίας και του Ιράν, είχε χρησιμεύσει ως μη αραβικός φιλο-ισραηλινός άξονας στη μεταβατική περίοδο του Παλαιστινιακού Ζητήματος και των Αραβο-Ισραηλινών πολέμων. Στο πλαίσιο της Τρίαινας, το 1958, η Τουρκία και το Ισραήλ υπέγραψαν μυστική συμφωνία συμμαχίας με συνέπειες για το μέλλον της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Στη σφαίρα επιρροής της Τρίαινας κινούνταν περιοδικά, επίσης, οι εκάστοτε ελλαδικές κυβερνήσεις, ενώ η Κύπρος του Μακαρίου ως το 1974 ήταν ο αστάθμητος παράγοντας στην περιοχή. Μετά το 1974, η διαιρεμένη Κύπρος ήρθε πιο κοντά στην σφαίρα επιρροής της Τρίαινας, καθιστώντας ακόμη περισσότερο το Κυπριακό και το Παλαιστινιακό συγκοινωνούντα δοχεία.

Το 1979, το Δόγμα της Τρίαινας επλήγη σφοδρά από την Ισλαμική Επανάσταση του Ιράν που μετέτρεψε την Τεχεράνη από σύμμαχο σε αντίπαλο του Τελ Αβίβ. Ωστόσο κατόπιν η Τρίαινα εξακολουθούσε να λειτουργεί με ραχοκοκαλιά τις τουρκοϊσραηλινές σχέσεις. Η άνοδος όμως του πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία, τις τελευταίες δύο δεκαετίες, σταδιακά έχει απομακρύνει την Άγκυρα από το Τελ Αβίβ με αποκορύφωμα το διπλωματικό επεισόδιο Ερντογάν-Πέρεζ στο Νταβός (2009) και την υπόθεση του Μαβί Μαρμαρά (2010) -και τα δύο έχοντα άμεση σχέση με το Παλαιστινιακό Ζήτημα. Η ισλαμοποίηση της γεωπολιτικής θεώρησης της Τουρκίας έχει ανησυχήσει το Τελ Αβίβ ότι η τουρκο-ισραηλινή συμμαχία είναι πλέον εύθραυστη, αν και σε οικονομικό επίπεδο κυμαίνεται ακόμη σε σχετικά ικανοποιητικά επίπεδα.

Η σύναψη διπλωματικών σχέσεων μεταξύ αραβικών χωρών, όπως των ΗΑΕ και του Μπαχρέιν με το Τελ Αβίβ, η ενίσχυση των στρατιωτικών σχέσεων της Ελλάδας και της Κύπρου με τη Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ σε πρωτόγνωρο βαθμό και η σύμπηξη της Ομάδας Φιλίας στην Αθήνα (11.2.2021), με τη συμμετοχή των Ελλάδας, Κύπρου, Γαλλίας, Αιγύπτου, Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, Σαουδικής Αραβίας και Μπαχρέιν, συντείνουν στην αντίληψη ότι ένας νέος φιλαμερικανικός και φιλοϊσραηλινός γεωπολιτικός άξονας δημιουργείται στην Αν. Μεσόγειο και τη Μ. Ανατολή. Συμφωνήθηκε, επίσης, ότι το Φόρουμ Φιλίας θα είναι ανοικτό σε άλλες χώρες από την περιοχή και ευρύτερα. Αυτός ο άξονας δεν περιορίζεται μόνο στον ενεργειακό τομέα, αλλά έχει σημαντικές στρατιωτικές προεκτάσεις, όπως την εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο τη Υεμένης με τη συμφωνία αποστολής συστοιχίας Πάτριοτ στην Σ. Αραβία κ.λπ.

Σύμφωνα με το κοινό ανακοινωθέν, στην Αθήνα εκφράστηκε η αφοσίωση όλων των πλευρών της Ομάδας Φιλίας στο διεθνές δίκαιο, στο Χάρτη του ΟΗΕ, στα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και στη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS). Στόχος της ελληνικής κυβέρνησης είναι να θέσει ένα πλαίσιο συνεργασιών βάσει του διεθνούς δικαίου με θέματα, όπως η αντιμετώπιση της πανδημίας και η συνεργασία σε πολλούς τομείς, να δίνουν τη δυνατότητα στην Ομάδα Φιλίας να αποτελέσει γέφυρα μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ανατολής.

Η Ομάδα Φιλίας αποβλέπει στο να αντικαταστήσει την Τρίαινα σε περίπτωση που η Τουρκία απομακρυνθεί περισσότερο από το ΝΑΤΟ, τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, παρότι, επί του παρόντος, η Ουάσινγκτον και το Τελ Αβίβ δεν αποτελούν μέλη της Ομάδας Φιλίας. Στην Αθήνα και τη Λευκωσία, υπάρχει η πεποίθηση ότι η Φιλία έχει τη δυναμική να εξελιχθεί σε γεωπολιτικό άξονα στον οποίο η Ελλάδα και η Κύπρος έχουν την προοπτική να αποτελέσουν σημαντικούς παράγοντες στο γεωπολιτικό παιχνίδι της Αν. Μεσογείου. Είναι ενδιαφέρον κατά πόσο αυτή η ετερόκλητη -από άποψη συμφερόντων- ομάδα κρατών θα είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις γεωπολιτικές προσδοκίες αυτής της πρωτοβουλίας.