Από τη νίκη της Συνόδου Κορυφής του Βουκουρεστίου στην ήττα του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης
Του Ιωάννη Σ. Λάμπρου
Στη φωτογραφία η έναρξη της συνόδου κορυφής του Βουκουρεστίου με την τήρηση ενός λεπτού σιγής προς μνήμη και τιμή των πεσόντων μελών προσωπικού του ΝΑΤΟ κατά τις επιχειρήσεις στο Αφγανιστάν.
Συμπληρώνονται, φέτος, 13 χρόνια από τη Σύνοδο Κορυφής του Βουκουρεστίου, τον Απρίλιο του 2008, η απόφαση της οποίας περί μη πρόσκλησης των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ αποτέλεσε το επίκεντρο πλείστων αναλύσεων και εκδόσεων.
Πιο συγκεκριμένα, κατόπιν ελληνικής παρέμβασης, στην παράγραφο 20 του Κοινού Ανακοινωθέντος τονιζόταν πως μια πρόσκληση θα απεστέλετο στην γείτονα χώρα «μόλις μια αμοιβαία αποδεκτή λύση στο ζήτημα της ονομασίας έχει συμφωνηθεί».[1] Έχουν γραφτεί πολλά αναφορικά με τον βαθμό στον οποίο η συγκεκριμένη πολιτική της ελλαδικής κυβέρνησης επιδείνωσε τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και την αντίδραση της τελευταίας τα κατοπινά χρόνια.

Το περιεχόμενο του τότε ανακοινωθέντος συνδέεται άμεσα με τη μετέπειτα προσφυγή των Σκοπίων, στις 17 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, για παραβίαση εκ μέρους των Αθηνών του άρθρου 11 παρ. 1 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας της 13ης Σεπτεμβρίου 1995. Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 11 προνοούσε πως η Ελλάς δεν θα παρεμπόδιζε τη συμμετοχή των Σκοπίων (πΓΔΜ) σε «διεθνείς, πολυμερείς και περιφερειακούς οργανισμούς και θεσμούς» στους οποίους η Αθήνα είναι μέλος πλην των περιπτώσεων κατά των οποίων ο βόρειος γείτονας θα ονομαζόταν διαφορετικά από ό,τι όριζε η απόφαση 817 Συμβουλίου Ασφαλείας. [2] Η απόφαση 817, η οποία έκανε αποδεκτή την αίτηση των Σκοπίων για ένταξη στον ΟΗΕ, με τη σειρά της καθόριζε πως, εντός του ΟΗΕ, το προσωρινό όνομα που θα χρησιμοποιείται θα ήταν «πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας».[3] Συνεπώς, σε όποιες περιπτώσεις τα Σκόπια επιθυμούσαν να καταστούν μέλος σε ένα διεθνή οργανισμό μέλος του οποίου είναι Ελλάς, η τελευταία είχε υποχρέωση να μην φέρει προσκόμματα, επικαλούμενη την εκκρεμότητα για το όνομα.[4]
Η διαχρονικά αρνητική στάση του βόρειου γείτονα στις διαπραγματεύσεις, η μη δυναμική και μη συστηματική αντίδραση της Αθήνας στην παραβατική συμπεριφορά των Σκοπίων επί σειρά ετών και η παραμονή στην Ενδιάμεση Συμφωνία (οι διατυπώσεις αρκετών προνοιών της οποίας -χαρακτηριστική η διάταξη 7 παρ. 3- ήταν δυσμενείς για την ελληνική πλευρά) περιόρισαν τις επιλογές των Αθηνών σε τέτοιο βαθμό, ώστε να προκριθεί η παρεμπόδιση της εισόδου των Σκοπίων στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο επικαλούμενη, ακριβώς, την έλλειψη συμφωνίας στο ζήτημα του ονόματος ώστε να ασκηθεί πίεση στην σκοπιανή ηγεσία να καταστεί πιο διαλλακτική.
Παράλληλα, η συνειδητή και συστηματική παραβίαση των προνοιών της Ενδιάμεσης Συμφωνίας (ιδιαίτερα των άρθρων 6 και 7), εκ μέρους των Σκοπίων, δημιουργούσε τις προϋποθέσεις προσφυγής της Αθήνας αρκετά πριν τον Νοέμβριο του 2008, όταν προσέφυγαν τα Σκόπια. Η εν λόγω δυνατότητα της προσφυγής μπορούσε να λάβει χώρα ακόμα και μετά από την αντίστοιχη των Σκοπίων, στις 17 Νοεμβρίου 2008. Η Αθήνα, όμως, ούτε τότε προσέφυγε στην Χάγη ευρισκόμενη πλέον σε αμυντική θέση έναντι της προσφυγής των Σκοπίων.
Συμπληρωματικά, εναλλακτική πολιτική της προσφυγής ήταν η επιλογή της αποχώρησης από την Ενδιάμεση Συμφωνία βάσει του άρθρου 23 παρ. 2. Μια τέτοια πολιτική, όμως, θα μπορούσε να λάβει χώρα οκτώ χρόνια μετά από την υπογραφή της Συμφωνίας (και συνεπώς όχι πριν τον Σεπτέμβριο του 2003) και θα απαιτούσε πρότερη ενδελεχή προετοιμασία των νέων συνθηκών που θα προκύψουν.[5] Μια τέτοια πολιτική θεωρήθηκε ριψοκίνδυνη και προτιμήθηκε η παραμονή σε μια συμφωνία με δομικές αδυναμίες οι πρόνοιες της οποίας, αλλά και το πνεύμα και ο σκοπός της, παραβιάζονταν συστηματικά από το έτερο συμβαλλόμενο μέρος.
Η Απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2011
Η Αθήνα, παρά την μη προσφυγή στην Χάγη για την παραβατική στάση των Σκοπίων, εντούτοις υποστήριξε στο απαντητικό της Υπόμνημα, κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της προσφυγής των Σκοπίων πως η ελληνική στάση στο Βουκουρέστι υπήρξε πολιτική αντίμετρων απέναντι στην πρότερη παραβατική συμπεριφορά των Σκοπίων. Ιδιαίτερα, των άρθρων 11 παρ. 1, 5 παρ. 1 (υποχρέωση διμερούς διαπραγμάτευσης), 6 παρ. 2 (παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδος) και 7 (εχθρικές ενέργειες από κρατικές αρχές και ιδιώτες, η χρήση του Ήλιου της Βεργίνας, χρήση συμβόλων πολιτιστικής) της Ενδιάμεσης Συμφωνίας.[6]
Η στάση του Διεθνούς Δικαστηρίου υπήρξε αρνητική σε όλες τις περιπτώσεις, καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως δεν υπήρξε εκ μέρους των Σκοπίων παραβατική συμπεριφορά αναφορικά με τα παραπάνω άρθρα. Αξίζει, όμως, να αναφερθεί η θέση του πρέσβη ε.τ. Αλέξανδρου Μαλλιά, ο οποίος σε μελέτη του, το έτος 2012, για την απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου επισημαίνει πως η «τεκμηρίωση των ελληνικών επιχειρημάτων και του αποδεικτικού υλικού είναι ατελής».[7] Πιο συγκεκριμένα, ο Αλ. Μαλλιάς τονίζει πως «λείπει η καταγραφή 20-30 περιπτώσεων διμερών διαβημάτων μας, σε όλα τα επίπεδα…».[8]

Η λεκτική διατύπωση σε κάποια σημεία της ίδιας της απόφασης φαίνεται να ενισχύει τους παραπάνω ισχυρισμούς. Σχετικά με την παραβίαση ή μη του αρ. 6 παρ. 2 (παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδος), το Δικαστήριο θεώρησε πως η Αθήνα δεν προσκόμισε πειστικά αποδεικτικά στοιχεία (no convincing evidence), όπως και στην περίπτωση του άρθρου 7, όπου η ελληνική πλευρά δεν απέδειξε ότι οι αρχές των Σκοπίων απέτυχαν να αποθαρρύνουν ενέργειες ιδιωτικών οντοτήτων που ενθαρρύνουν πράξεις βίας (…the Respondent has not demonstrated convincingly that the Applicant failed “to discourage” acts by private entities likely to incite violence..).[9] Επιπροσθέτως, δύο φορές στην απόφαση γίνεται μνεία για απουσία ή καθυστέρηση αντίδρασης εκ μέρους της Αθήνας σε ενέργειες της σκοπιανής πλευράς. Σε σχέση με τη χρήση του Ήλιου της Βεργίνας (αρ. 7 παρ. 2), το Δικαστήριο επισήμανε πως, σε αριθμό περιπτώσεων, η ελληνική πλευρά ειδοποίησε τις σκοπιανές αρχές μετά τη Σύνοδο Κορυφής του Βουκουρεστίου εμμέσως υποδεικνύοντας καθυστερημένη αντίδραση για περιστατικά που είχαν συμβεί πριν από τον Απρίλιο του 2008.[10] Παρομοίως, αναφορικά με την τρίτη παράγραφο του άρθρου 7, η Απόφαση τονίζει πως δεν υπήρξε ρητή και σαφή δυσαρέσκεια εκ μέρους της Αθήνας προς την σκοπιανή πλευρά, σχετικά με μετονομασία αεροδρομίου, τόσο τον Δεκέμβριο του 2006 και Φεβρουάριο του 2007.[11]
Τα παραπάνω ενδεικτικά αποσπάσματα εγείρουν ερωτηματικά αναφορικά με την επαρκή τεκμηρίωση των ελληνικών επιχειρημάτων. Παραμένει άγνωστη ποια θα ήταν η κρίση του Δικαστηρίου, αν τα στοιχεία τα οποία ο κ. Μαλλιάς επισήμανε πως εξέλιπαν συμπεριλαμβάνονταν στο ελληνικό Υπόμνημα. Σε κάθε περίπτωση, η μη συμπερίληψη στοιχείων ενισχυτικών της ελληνικής θέσης σαφώς αποδυνάμωσε τους ισχυρισμούς της ελληνικής πλευράς. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις ελλείψεις αυτές η αρνητική στάση του Δικαστηρίου στους ισχυρισμούς της Αθήνας για την παραβατική στάση των Σκοπίων σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται την αρνητική στάση του Δικαστηρίου σε μια πρότερη ελληνική προσφυγή.
Πέραν την επιλογής παρεμπόδισης των Σκοπίων στην Ατλαντική Συμμαχία, συνδέοντάς τη με το εκκρεμές ζήτημα του ονόματος, η τότε ελληνική κυβέρνηση επέλεξε να τονίσει δημοσίως την νίκη (;) που κατήγαγε προς ενίσχυση, σε έναν βαθμό, της θέσης της στην εσωτερική πολιτική σκηνή. Σε πλείστες περιπτώσεις κυβερνητικοί αξιωματούχοι έκαναν λόγο για «άσκηση βέτο», πριν αλλά και μετά την Σύνοδο Κορυφής του Βουκουρεστίου.[12] Το Διεθνές Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις δηλώσεις, αυτές στοιχειοθέτησε την παραβίαση του άρθρου 11.1. Δεν έγινε αποδεκτή η θέση της Αθήνας ότι η έμφαση εκ μέρους της στην προηγούμενη επίλυση του ζητήματος της ονομασίας δεν συνιστούσε προϋπόθεση, αλλά παρατηρήσεις. Το Δικαστήριο απέδωσε έμφαση στην συμπεριφορά των Αθηνών στη διαδικασία λήψης της αρνητικής για τα Σκόπια απόφασης και όχι στην ομοφωνία και τη συνακόλουθη έλλειψη μηχανισμού ψηφοφορίας βάσει του οποίου θα αποδεικνυόταν εναργέστερα η ελληνική υπαιτιότητα.[13]

Καταληκτικά Σχόλια
Η απουσία ενεργητικής εξωτερικής πολιτικής, ήτοι η μη προσφυγή των Αθηνών στην Χάγη για παραβίαση των όρων της Ενδιάμεσης Συμφωνίας πριν από την αντίστοιχη των Σκοπίων (αλλά και η μη αποχώρησή της συνεπεία της παραπάνω παραβατικής συμπεριφοράς), προσφυγή η οποία θα μπορούσε να είχε γίνει αποδεκτή από το Διεθνές Δικαστήριο με πιο ενδελεχή και επιμελή παρουσίαση στοιχείων και γεγονότων όπως εμμέσως ισχυρίζεται ο κ. Μαλλιάς, δημιούργησε αγανάκτηση και απογοήτευση στην Αθήνα. Μια εξέλιξη η οποία κατέστησε την παρεμπόδιση εισόδου των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ (θεμιτή συμφώνως με τις διατάξεις της Ενδιάμεσης Συμφωνίας) μια ελκυστική πολιτική.
Όταν μια χώρα επιδιώκει να πετύχει τους στόχους της εξωτερικής της πολιτικής, οφείλει να λάβει υπ’ όψιν την ολότητα των παραγόντων, παραμέτρων και διαστάσεων και αναλόγως να επιλέξει την πλέον ενδεδειγμένη πολιτική. Ιδιαίτερα όταν η προαναφερόμενη επιδίωξη έρχεται σε αντίθεση με τις επιθυμίες σημαντικών χωρών. Αυτό το τελευταίο ουδόλως συνεπάγεται την υποχώρηση από πάγιες θέσεις της εξωτερικής μας πολιτικής. Σημαίνει, όμως, πως ο χρόνος, ο τρόπος και η αιτιολογία εναντίωσης στις επιθυμίες σημαντικών κρατών -όταν αυτό επιτάσσει το εθνικό συμφέρον- πρέπει να γίνονται αντικείμενο ενδελεχούς ανάλυσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όφειλε η Αθήνα να είχε προσφύγει πριν από το κράτος των Σκοπίων θέτοντας στο επίκεντρο την παραβατική συμπεριφορά των Σκοπίων. Μια υποθετική καταδικαστική απόφαση εις βάρος των Σκοπίων μετά από ελληνική προσφυγή, θα είχε ενισχύσει τη διαπραγματευτική θέση της χώρας.

Κυρίως, όμως, η καταδικαστική απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2011 -συνεπεία τόσο της απόφασης να παρεμποδιστεί η είσοδος των Σκοπίων στην Βορειοατλαντική Συμμαχία με επίκληση του ονοματολογικού όσο και, όπως παρουσιάστηκε παραπάνω, ελλιπούς προετοιμασίας- εργαλειοποιήθηκε από τμήμα του πολιτικού προσωπικού της χώρας. Με σκοπό να καταδείξει ότι οι «λεονταρισμοί» κοστίζουν και ότι η συγκαταβατική (υποχωρητική στάση) συνιστά τη μόνη ασφαλή μέθοδο επίλυσης όχι μόνο στο ζήτημα ονομασίας των βορείων γειτόνων, αλλά και στο σύνολο των διμερών ζητημάτων της χώρας. Η καταδικαστική απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2011 συνετέλεσε στη δημιουργία του κατάλληλου «εποικοδομητικού κλίματος» το οποίο -βοηθούσης της διαχρονικά προβληματικής προσέγγισης της ελληνικής Αριστεράς με την ελληνική ιστορία – οδήγησε στην πολλαπλώς επιζήμια Συμφωνία των Πρεσπών.
[1] Bucharest Summit Declaration,3.4.2008. Το κείμενο διαθέσιμο εδώ, https://www.nato.int/cps/en/natolive/official_texts_8443.htm.
[2] Interim Accord (with related letters and translations of the Interim Accord in the languages of the Contracting Parties). Signed on 13 September 1993. άρθρο 11 παρ. 1. Διαθέσιμο εδώ, https://www.mfa.gr/images/docs/fyrom/interim_accord_1995.pdf. Τελευταία πρόσβαση 25.3.2021.
[3] Resolution 817 (1993), 7 April 1993. Διαθέσιμο εδώ, https://undocs.org/S/RES/817(1993).
[4] Ανεξάρτητα από το όνομα το οποίο θα χρησιμοποιούνταν για τις ανάγκες στο πλαίσιο ενός εκάστοτε οργανισμού, τα Σκόπια επιδίωξαν, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση τον ΟΗΕ, να αναγνωριστούν, διμερώς, από δεκάδες κράτη με το συνταγματικό τους όνομα, «Δημοκρατία της Μακεδονίας».
[5] Βλέπε υποσημείωση 2, αρ. 23 παρ.2.
[6] APPLICATION OF THE INTERIM ACCORD OF 13 SEPTEMBER 1995 (THE FORMER YUGOSLAV REPUBLIC OF MACEDONIA v. GREECE) JUDGMENT OF 5 DECEMBER 2011, παρ. 123-120. Διαθέσιμη εδώ, https://www.icj-cij.org/public/files/case-related/142/142-20111205-JUD-01-00-EN.pdf.
[7] Μαλλιάς, Αλέξανδρος (2012). Ανάλυση της Απόφασης του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης: Προσφυγή της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας κατά της Ελλάδος, σελ. 16. ΕΛΙΑΜΠΕ, Κείμενο Εργασίας Νο 25/2012. Διαθέσιμη εδώ, http://www.eliamep.gr/wp-content/uploads/2012/01/mallias3.pdf. Τελευταία πρόσβαση 21.2.2021
[8] Ibid., σελ. 7.
[9] Παράγραφοι 142, 147 της Απόφασης.
[10] Παράγραφος 153 της Απόφασης.
[11] Παράγραφοι 157, 158 της Απόφασης.
[12] Παράγραφοι 74-79 της Απόφασης.
[13] Παράγραφοι 70, 80-83 της Απόφασης.