Από τα Μνημόνια ως την Καταλονία…
Η Ελλάδα, χάρη στη διορατικότητα και επιμονή του Κωνσταντίνου Καραμανλή, επέτυχε να γίνει μέλος της Ενωμένης Ευρώπης σε μια περίοδο που η επίτευξη του στόχου φάνταζε αδύνατη και που η συμμετοχή σε αυτήν είχε μεγαλύτερο κύρος και προνόμια απ’ ότι σήμερα (αφού είναι πολύ διαφορετικό μία μικρή χώρα να είναι εκ των μόλις 10 μελών απ’ ότι εκ των πολλών 28).
Επίσης, χάρη στις ρεαλιστικές αλλαγές πολιτικής (στην πολιτική αργκό, γνωστές και ως «κολοτούμπες») του Ανδρέα Παπανδρέου το 1981 και του Αλέξη Τσίπρα το 2015 εξασφαλίστηκαν, αντίστοιχα, οι μεγάλες χρηματοδοτήσεις των επόμενων ετών και απετράπη η έξοδος από την Ευρωζώνη και, πιθανότατα, από την Ε.Ε., αφού η Κομισιόν είχε έτοιμο το σχετικό, δίτομο, σχέδιο την επομένη του δημοψηφίσματος.
Η Ελλάδα κέρδισε πολλά, μέσα στην Ενωμένη Ευρώπη, από το 1981 ως το 2009 και έζησε (και εξακολουθεί να ζει) πολλά δυσάρεστα από την έναρξη της εποχής των Μνημονίων, το 2010, μέχρι σήμερα. Απολογισμός και αξιολόγηση όσων συνέβησαν, τα τελευταία χρόνια, δεν μπορεί να γίνει ακόμα για τον απλό λόγο ότι η κρίση συνεχίζεται. Είναι δε πολύ νωρίς να προβλεφθεί, αν βρισκόμαστε σε φάση ομαλοποίησης και δρομολόγησης της εξόδου από τα Μνημόνια ή αν απλώς διανύουμε φάση ύφεσης των ακραίων φαινομένων που φαντάζει εντυπωσιακότερη λόγω της ταυτόχρονης έλλειψης διαδηλώσεων και βιαιοτήτων.
Ωστόσο το ερώτημα δεν είναι μόνον πως πολιτεύεται ή αισθάνεται η Ελλάδα εντός της Ενωμένης Ευρώπης, αλλά και ποια είναι η πορεία της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όσοι θεωρούν θέσφατο όλες τις αποφάσεις των Βρυξελλών, πανηγυρίζουν για το διάλειμμα της κρίσης του ευρώ, για την επικράτηση του Εμ. Μακρόν στη Γαλλία και της Α. Μέρκελ στην Γερμανία και, κυρίως, για τις σχετικές συνθήκες ευμάρειας και μικρής ανεργίας στις περισσότερες χώρες-μέλη.
Όσοι, αντίθετα, αναλύουν αυστηρά το σήμερα, προσπαθώντας να προβλέψουν το αύριο, διαπιστώνουν πως η Ευρώπη έχει αλλάξει και αλλάζει πολύ, γιατί: – πρώτον, το Brexit δεν σημαίνει μόνον την έξοδο ενός μέλους, αλλά και τον κλονισμό του όλου πλαισίου συνεννόησης. Υποτίθεται πως η εντολή της Κομισιόν ήταν η κοινή γραμμή και η έλλειψη διμερών συνομιλιών κάθε μέλους με το Λονδίνο, αλλά στο διπλωματικό παρασκήνιο γίνονται άλλα. Δεύτερον, μπορεί μεν να εκλέγονται κυβερνήσεις ή να συγκροτούνται συνασπισμοί υπέρ της σημερινής μορφής της Ε.Ε., αλλά τα εναντίον της κόμματα και κινήματα στο εσωτερικό πολλών χωρών ενισχύονται. Αρκεί να σκεφθεί και μετρήσει κανείς πόσοι τέτοιοι φορείς υπήρχαν πριν από 10 χρόνια και, αν μερικοί απ’ αυτούς υπήρχαν, ποια απήχηση είχαν. Τρίτον, αρχίζει να φυτρώνει και ο σπόρος των εθνικιστικών αποσχίσεων. Το ψευδεπίγραφο δημοψήφισμα της Καταλονίας, που αλλοιώνει το ατομικό δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού και το μετατρέπει αυθαίρετα σε συλλογικό, είναι πολύ επικίνδυνο και για την Ε.Ε. και για την Ελλάδα. Περιέργως η Κομισιόν, έστω και αργά, ξύπνησε από το λήθαργο και τάχθηκε υπέρ της νόμιμης κυβέρνησης της Μαδρίτης. Δυστυχώς, στην Ελλάδα, η σύγχυση ήταν μεγάλη και, αντί να υπάρξει καθολική καταδίκη των προσπαθειών απόσχισης, ήταν πολλαπλάσιες (ίσως και να επικράτησαν) οι φωνές καταδίκης της δράσης της Ισπανικής Αστυνομίας. Λες και για τα έθνη μετρά ένα παροδικό «χαστούκι» και όχι η μαχαιριά και η μόνιμη πληγή στην ακεραιότητά τους. Ειδικά για την Ελλάδα και για την περιοχή που βρίσκεται.
«Α&Δ»