Ανησυχία για το νέο διάλογο με την Τουρκία
Ποικίλες πληροφορίες του διπλωματικού παρασκηνίου, εδώ και εβδομάδες, προοιωνίζονται την επανάληψη του διαλόγου Ελλάδας-Τουρκίας. Η Αθήνα έχει μέγιστο συμφέρον να κρατά ανοιχτούς τους διαύλους διμερούς επικοινωνίας, καθώς αποτελούν ασφαλή μέθοδο εκτόνωσης -έστω μικρής- της έντασης στο Αιγαίο και, συμπληρωματικά, στην Κύπρο, ενώ αποτρέπουν την εμφάνιση αυτόκλητων ενδιαμέσων που έχουν ως προτεραιότητα τα δικά τους συμφέροντα. Άλλωστε, παρά τους μύδρους πολλών αξιωματούχων των ΗΠΑ, της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ολλανδίας κατά του προέδρου Ρ.Τ. Ερντογάν, τα υπουργεία Εξωτερικών αυτών των χωρών έχουν συγκροτήσει διμερείς μηχανισμούς και ομάδες εργασίας με την Άγκυρα.
Στην παρούσα φάση, το πραγματικό ερώτημα δεν αφορά τόσο τον ακριβή χρόνο επανέναρξης του ελληνοτουρκικού διαλόγου, όσο την ατζέντα και το πλαίσιο διεξαγωγής του. Δυστυχώς, η τουρκική πλευρά όχι μόνον εμμένει στην έγερση πολλών (ανύπαρκτων) θεμάτων στο Αιγαίο, αλλά στρέφεται και προς μια στρατηγική διεύρυνσης της ατζέντας με ζητήματα της Ανατολικής Μεσογείου, ώστε να εκβιάσει εξελίξεις που συνδέονται με τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων και το Κυπριακό. Ως γνωστόν, ήδη την εποχή του Νταβός του 1987, των Ιμίων του 1996 και της Συμφωνίας της Μαδρίτης του 1997 είχαν υπάρξει κινήσεις συγκρότησης παρόμοιου «διπλωματικού πακέτου» που, ευτυχώς, δεν προωθήθηκε, αφού δεν στέκει νομικά και, επιπλέον, είναι «πολύ βαρύ» πολιτικά. Η Τουρκία είναι η μόνη πλευρά που προτιμά σήμερα το «βαρύ πακέτο», ενώ οι ΗΠΑ εξακολουθούν να το θεωρούν αντιπαραγωγικό. Οι ισχυροί εταίροι της Ε.Ε. δεν έχουν ανοίξει τα χαρτιά τους.
Πέραν της ακριβούς ατζέντας, τα πράγματα είναι περισσότερο ανησυχητικά ως προς το γενικότερο πλαίσιο που θα έχει διαμορφωθεί στο χρόνο επανέναρξής του. Πρώτον, ο κ. Ερντογάν είναι ισχυροποιημένος μετεκλογικά, ενώ ο κ. Τσίπρας εξασθενημένος μετά τα διαλυτικά φαινόμενα στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία και τις παλινωδίες ως προς την κύρωση της συμφωνίας με τη λεγόμενη «Βόρεια Μακεδονία» από 151 ή 180 βουλευτές. Δεύτερον, ακριβώς λόγω της ευρείας δυσπιστίας έναντι της βαλκανικής πολιτικής της κυβέρνησης, δεν δικαιώνεται ο θεωρητικός στόχος να κλείσουν τα άλλα μέτωπα, ώστε η χώρα να επικεντρωθεί στον εξ ανατολών κίνδυνο. Αντί να μειώνονται οι εστίες κινδύνου στα νώτα της Ελλάδας με τα Τίρανα και τα Σκόπια, αυξάνονται. Τρίτον, δεν έχει υπάρξει σαφής ελληνική και ευρωπαϊκή απάντηση στην τουρκική «πονηριά» απόλυτου διαχωρισμού της συμφωνίας επανεισδοχής Ελλάδας-Τουρκίας από τη συμφωνία Ε.Ε.-Τουρκίας για το Μεταναστευτικό. Ο κ. Ερντογάν έχει ισχυρό όπλο πίεσης κυρίως προς τη χώρα μας την ώρα που οι εταίροι (ξανα)κλείνουν τα σύνορά τους. Τέταρτον, ακόμα και η τυπική έξοδος της Ελλάδας από το Μνημόνιο δεν σημαίνει αυτόματη ενδυνάμωση της διπλωματικής της θέσης. Αντιθέτως, από το 2010 ως σήμερα που η ελληνική κρίση αποτελούσε κίνδυνο για ολόκληρη την Ευρωζώνη, η Τουρκία γνώριζε ότι ενδεχόμενη ακραία δράση της θα προκαλούσε οξεία αντίδραση της Ε.Ε., ενώ αυτό δεν θα ισχύει μετά τις 21 Αυγούστου.
Βέβαια, όπως και τις περασμένες δεκαετίες, η εξέλιξη της πολιτικής ζωής μπορεί να ανατρέψει τα πάντα και ουσιαστικός διάλογος να μην αρχίσει ή να μην προχωρήσει. Μετά τις κυπριακές εκλογές του Φεβρουαρίου 2018 και τις τουρκικές του Ιουνίου, ίσως πλησιάζει η ώρα και των ελληνικών εκλογών.