Του Βασίλη Τσιάμη

Με αφορμή τα γεγονότα στο Αφγανιστάν, αλλά και την ελληνογαλλική συμφωνία, συζητήθηκε στη χώρα μας πολύ έντονα η ανάγκη για την στρατηγική αυτονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα θέματα ασφάλειας και άμυνας, καθώς και η σπουδαιότητα δημιουργίας Ευρωπαϊκού Στρατού. Αυτό στο πλαίσιο της ευρύτερης χειραφέτησης της Ε.Ε. από τις ΗΠΑ σχετικά με τα θέματα ασφάλειας και άμυνας προκειμένου η Ένωση να πείθει εχθρούς και φίλους ότι είναι ένα υπολογίσιμος παίκτης στην παγκόσμια σκακιέρα και όχι απλά ένας ελκυστικός καταναλωτής προϊόντων.

Τα γεγονότα στο Αφγανιστάν απέδειξαν για άλλη μία φορά στους Ευρωπαίους ότι Ευρωπαϊκή Άμυνα, χωρίς την υποστήριξη των ΗΠΑ, είναι απλά ένα κενό γράμμα. Η αποτυχία έγκαιρης προειδοποίησης στον τομέα των πληροφοριών, όπου η Ε.Ε. είναι σχεδόν πλήρως εξαρτημένη από τις ΗΠΑ, αλλά και η έλλειψη βασικών στρατηγικών στρατιωτικών δυνατοτήτων, όπως εναέριων μεταφορικών μέσων, απλά επιβεβαίωσε αυτό που οι Ευρωπαίοι γνώριζαν ήδη καλά: ότι η Ε.Ε., χωρίς τις ΗΠΑ, δεν είναι σε θέση να εκτελέσει ακόμα και τις πιο βασικές στρατιωτικές επιχειρήσεις (αυτό, ασφαλώς, δεν αφορά τις εθνικές ένοπλες δυνάμεις ξεχωριστά, αλλά την Ένωση ως σύνολο). Και, δυστυχώς, η Ε.Ε. σε κάθε επόμενο γεγονός δεν δείχνει να μαθαίνει από τα προηγούμενα.

Με εξαίρεση ορισμένες επιχειρήσεις εκκένωσης πολιτών από μεταγωγικά αεροπλάνα Α-400Μ της γερμανικής Luftwaffe, τα γεγονότα στο Αφγανιστάν απέδειξαν, για άλλη μία φορά, ότι Ευρωπαϊκή Άμυνα, χωρίς την υποστήριξη των ΗΠΑ, είναι απλά ένα κενό γράμμα.

Θυμάμαι σελίδες επί σελίδων μελετών, που εκπονήθηκαν αμέσως μετά το τέλος των επιχειρήσεων στη Λιβύη το 2011, σχετικά με την αδυναμία των Ευρωπαίων να εκτελέσουν βασικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στην «γειτονιά» τους, όπου, χωρίς τα τάνκερ εναέριου εφοδιασμού των ΗΠΑ, τον εφοδιασμό σε πυραύλους για τα αεροσκάφη, καθώς και την παροχή πληροφοριών, η Ε.Ε. θα οδηγείτο σε εξευτελιστική αποτυχία. Η ανάγκη της χειραφέτησης ήταν και τότε περισσότερο παρά ποτέ εμφανής. Τα μηνύματα από τις ΗΠΑ έρχονταν ξεκάθαρα από την εποχή της διοίκησης Μπους του νεότερου, αλλά η Ε.Ε. προτιμούσε να μην ακούει. Μέχρι που ήρθε η διοίκηση Τραμπ που, πρακτικά, είπε τα ίδια με πιο άκομψο τρόπο και ενεργοποίησε εν μέρει την Ε.Ε. σε κάποια βήματα. Και πάλι, πάντως, τα κράτη-μέλη προτίμησαν να δαιμονοποιήσουν τον Τραμπ προσωπικά, αναμένοντας την αποχώρησή του παρά να αναλάβουν σοβαρή δράση, πιστεύοντας ότι η επόμενη διοίκηση των ΗΠΑ θα επαναφέρει την Ε.Ε. στον προηγούμενο λήθαργο. Τώρα πλέον καταλαβαίνουν, μετά και τη στροφή του ενδιαφέροντος των ΗΠΑ στον Ειρηνικό, ότι δεν ήταν απλά μία κακιά στιγμή στις σχέσεις Ε.Ε.-ΗΠΑ αλλά μία πολιτική των ΗΠΑ που είχε στρατηγική στόχευση. Ως γνήσιος σύμμαχος της Ε.Ε., οι ΗΠΑ προειδοποιούσαν για την ανάγκη η Ε.Ε. να σοβαρευτεί όχι μόνο για να αναλάβει τα του οίκου της, αλλά και για να γίνει ένας αξιόπιστος αμυντικός σύμμαχος για τις ΗΠΑ.

Είναι γεγονός ότι βήματα έγιναν. Το Δεκέμβριο του 2013, το Συμβούλιο σε επίπεδο Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων αποφάσισε να επικεντρώσει τις προσπάθειες σε συγκεκριμένες στρατιωτικές δυνατότητες, για να επιδιώξει τη λεγόμενη Στρατηγική Αυτονομία. Μία έννοια που μόλις τότε μπήκε για πρώτη φορά στο τραπέζι. Όμως κάτι η διστακτικότητα για άμεσες επενδύσεις στην άμυνα (η Ε.Ε. μόλις έβγαινε από μία οικονομική κρίση), κάτι η διαφορετική προσέγγιση των μεγαλύτερων δυνάμεων της Ε.Ε., κάτι οι βιομηχανικοί ανταγωνισμοί καθυστέρησαν πολύ τόσο τις αποφάσεις, όσο και την υλοποίηση.

Πράγματι, η Γαλλία σε αυτή τη συζήτηση, από την αρχή, ήταν περισσότερο αποφασιστική (αυτή είναι και ο εφευρέτης του όρου της Στρατηγικής Αυτονομίας που πλέον αφορά διάφορους τομείς της οικονομικής και βιομηχανικής δραστηριότητας, όπως πιο πρόσφατα αυτού των φαρμάκων), έχοντας την παραδοσιακή προσέγγιση να διαδραματίσει στην Ευρώπη τον ρόλο που έχουν οι ΗΠΑ στον ΝΑΤΟ. Δυστυχώς, χωρίς να επιθυμεί να πληρώνει αντίστοιχο λογαριασμό. Η Γερμανία ήταν, όπως πάντα, πιο διστακτική σε θέματα άμυνας, χρησιμοποιώντας ως πρόφαση το ΝΑΤΟ, για να αποφύγει τη δύσκολη συζήτηση στο εσωτερικό για επενδύσεις στη Άμυνα. Μία συζήτηση που ξυπνά μνήμες και εγείρει προβληματισμούς. Το δε Ηνωμένο Βασίλειο, στην αρχή, συμμετείχε σε αυτή τη συζήτηση, εφαρμόζοντας πλήρως το δόγμα ότι, αφού υπάρχει το ΝΑΤΟ, η Ε.Ε. δεν μπορεί να συζητά για Άμυνα. Στη συνέχεια, μετά την έναρξη των συζητήσεων για το BREXIT και βλέποντας το ΝΑΤΟ ως το μοναδικό πεδίο που θα μπορούσε να έχει επιρροή σε θέματα Άμυνας, όπως λέμε στο ποδόσφαιρο, «απλά έπαιξε καθυστέρηση» στις αποφάσεις της Ε.Ε.

Ασφαλώς, αν συγκρίνουμε που είμαστε τελικά σήμερα σε σχέση με το 2013, έχει συντελεστεί ένα μικρό θαύμα. Δομές, όπως η Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία είναι πλέον ενεργές και παράγουν κάποια αποτελέσματα. Για παράδειγμα, ακόμα δεν έχουμε δει μεγάλες στρατιωτικές δυνατότητες, όπως το νέο ευρωπαϊκό αεροσκάφος ή άρμα μάχης να αναπτύσσονται στο πλαίσιο των αμυντικών προγραμμάτων της Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας. Τα κράτη-μέλη επενδύουν περισσότερα για την Άμυνα τόσο σε εθνικό, όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η νέα Παγκόσμια Στρατηγική για θέματα Εξωτερικής Ασφάλειας υιοθετήθηκε το 2016 και βρίσκεται σε πλήρες στάδιο υλοποίησης. Τέλος, η Ε.Ε. υιοθέτησε και έχει συμπεριλάβει πλέον στον προϋπολογισμό της 8 δις Ευρώ για την ανάπτυξη στρατιωτικών δυνατοτήτων (Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας) και επιπλέον ποσά για τις ειρηνευτικές αποστολές, την εσωτερική ασφάλεια, την στρατιωτική κινητικότητα (Military Mobility) κ.α.

Σελίδες επί σελίδων μελετών, που εκπονήθηκαν αμέσως μετά το τέλος των επιχειρήσεων στη Λιβύη το 2011 σχετικά με την αδυναμία των Ευρωπαίων να εκτελέσουν βασικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στη «γειτονιά» τους, δείχνουν ότι, χωρίς τον εφοδιασμό σε πυραύλους για τα αεροσκάφη και την παροχή πληροφοριών από τις ΗΠΑ, η Ε.Ε. θα οδηγείτο σε εξευτελιστική αποτυχία.

Το ζητούμενο όμως παραμένει. Έχουμε αποτελεσματική Ευρωπαϊκή Άμυνα; Η απάντηση είναι ακόμα όχι. Παραμένουν κρίσιμα στοιχεία για την πλήρη υλοποίηση της. Πρώτα και κύρια τόσο ξεχωριστά, όσο και συγκεντρωτικά, η Ε.Ε. και τα κράτη-μέλη της στερούνται βασικών στρατηγικών δυνατοτήτων, όπως η δορυφορική παρατήρηση. Επιπλέον, η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία παραμένει κατακερματισμένη σε επαναλαμβανόμενες δυνατότητες, οι περισσότερες από τις οποίες ξεπερασμένης τεχνολογίας. Κυρίως λείπει η πολιτική δέσμευση που δικαιολογεί το προηγούμενο σημείο, σχετικά με την βιομηχανία, αφού σχετίζεται με την ασφάλεια της εφοδιαστικής αλυσίδας ότι, αν ένα κράτος-μέλος δεχτεί επίθεση, τότε όλα τα υπόλοιπα θα στέρξουν να το βοηθήσουν. Άρα έχουμε δομές εν τη γενέσει, έχουμε πολιτικές φιλοδοξίες (ακούμε για σημαντικές πρωτοβουλίες στη διάρκεια της επερχόμενης Γαλλικής Προεδρίας). Παρά ταύτα, στην πράξη το κενό παραμένει.

Εδώ, λοιπόν, έρχεται η σπουδαιότητα της ελληνογαλλικής συμφωνίας σε μία περίοδο μεγάλων στρατηγικών αλλαγών, όπου το ενδιαφέρον των ΗΠΑ ανοιχτά πλέον μετακομίζει στην ασιατική ήπειρο και τον Ειρηνικό. Επίσης, δεδομένη είναι η ουσιαστικά μηδενική δυνατότητα του ΝΑΤΟ να ενεργήσει τώρα και στο μέλλον στρατιωτικά, πόσο μάλλον εναντίον ενός συμμάχου, Δεδομένη είναι και η αμφιλεγόμενη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 42 της Συνθήκης για την Ε.Ε. περί της Αμοιβαίας Βοήθειας μέχρις ότου (όταν και εφόσον) τα Κράτη Μέλη αποφασίσουν να αναλάβουν στενότερες δεσμεύσεις για μία πραγματικά Κοινή Ευρωπαϊκή Άμυνα. Τέτοιες συμφωνίες, όπως η ελληνογαλλική που είναι η μοναδική στο είδος της στην Ε.Ε., έρχονται να καλύψουν ένα πραγματικό κενό και να δώσουν μία επιπλέον εξασφάλιση τουλάχιστον στην ενδιάμεση περίοδο μέχρι την υλοποίηση των πολιτικών σχεδίων της Ε.Ε. για αμοιβαία εξασφάλιση. Και είναι μοναδική στο είδος της γιατί, παρά το γεγονός ότι κάνει αναφορά στα άρθρα για αμοιβαία βοήθεια του ΟΗΕ, του ΝΑΤΟ, αλλά και της Ε.Ε. (και στις τρεις περιπτώσεις δεκτικά μετάφρασης όταν και όποτε έρθει η στιγμή ώστε να μην δεσμεύουν κανένα) τελικά πάει ένα βήμα μπροστά. Και, για πρώτη φορά, μιλά με πιο ξεκάθαρα λόγια για την αμοιβαία βοήθεια που η μία χώρα θα παρέχει στην άλλη αν και εφόσον απαιτηθεί. Κάποιοι μίλησαν για την πιθανή έναρξη της συζήτησης για τη δημιουργία στενότερων δεσμεύσεων μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε. στα θέματα άμυνας. Άλλοι αυτό το σημείο το ειρωνεύτηκαν. Εδώ να θυμίσω ότι όλες οι πολυμερείς συμφωνίες ιστορικά δημιουργήθηκαν από τη συμφωνία λίγων στις οποίες προσχώρησαν σταδιακά οι υπόλοιποι. Γιατί όχι και τώρα;

Το ερώτημα όμως παραμένει: τι κάνει η Ε.Ε., για να αναλάβει πλήρως τις υποχρεώσεις της για εσωτερική και εξωτερική ασφάλεια των πολιτών της;  Τον Ιούνιο του 2020, οι υπουργοί Άμυνας της Ε.Ε. ξεκίνησαν να αναπτύσσουν την λεγόμενη Στρατηγική Πυξίδα για την ασφάλεια και την άμυνα της Ένωσης. Οι συζητήσεις συνεχίζονται με στόχο να καταλήξουν σε μία μορφή νομικής και πολιτικής συμφωνίας μέχρι τα τέλη του 2022 (πληροφορίες αναφέρουν ότι η Γαλλική Προεδρία θα επιδιώξει να την ολοκλήρωση νωρίτερα και πριν από τη λήξη της δικής της θητείας τον Ιούνιο  του 2022). Η Στρατηγική Πυξίδα θεωρείται ως το πιο φιλόδοξο σχέδιο της Ε.Ε. να ενοποιήσει όλες τις πρωτοβουλίες στον τομέα ασφάλειας και της άμυνας με σκοπό να πάρει στρατιωτική δομή και οργάνωση.

Το Δεκέμβριο του 2013, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφάσισε να επικεντρώσει τις προσπάθειες σε συγκεκριμένες στρατιωτικές δυνατότητες, για να επιδιώξει τη λεγόμενη Στρατηγική Αυτονομία.

Για πρώτη φορά, τα βήματα ακολουθούν την τυπική διαδικασία διαμόρφωσης στρατηγικής στο πλαίσιο της άμυνας. Πρώτον, η υλοποίηση, για πρώτη φορά στην Ε.Ε., μίας κοινής ανάλυσης των απειλών της. Δεύτερον, η επιδίωξη συμφωνίας σε σαφείς και εφικτούς στρατηγικούς στόχους για την Ε.Ε., ώστε να ενισχύσει την Ένωση ως παράγοντα ασφάλειας και άμυνας. Τρίτον, η διαμόρφωση πολιτικής καθοδήγησης για μελλοντικές διαδικασίες στρατιωτικές σχεδιασμού.

Οι τέσσερις τομείς ανάλυσης είναι:

  • Η διαχείριση κρίσεων, για να απαντήσει σε ερωτήσεις όπως σε ποιες περιοχές πρέπει να δύναται να ενεργεί η Ένωση και με ποιους ρόλους και δυνατότητες.
  • Η ανθεκτικότητα, αντλώντας διδάγματα από τον Covid-19, λαμβάνοντας υπόψη την ερμηνεία του άρθρου 222 της Συνθήκης για την Λειτουργία της Ε.Ε.[1] σχετικά με την Αλληλεγγύη ή του άρθρου 42.7 της Συνθήκης για την Ε.Ε.[2] σχετικά με την Αμοιβαία Βοήθεια).
  • Ανάπτυξη Στρατιωτικών Δυνατοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της σχέσης της Ε.Ε. με τον Στρατιωτικό Σχεδιασμό του ΝΑΤΟ στο πλαίσιο της επεξεργασίας του σχεδίου της Ε.Ε. για Στρατηγική Αυτονομία, και
  • Συμπράξεις και Συνεργασίες, καθώς η Στρατηγική Πυξίδα αναμένεται να αναθεωρήσει τη στρατηγική προσέγγιση της Ε.Ε. με συμμάχους και συνεργάτες, η οποία θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον για χώρες, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και η Νορβηγία.

Όλα τα παραπάνω, ουσιαστικά, υλοποιούν τη φιλοδοξία της Προέδρου της Επιτροπής Ουρ. Φον ντερ Λάιεν για μια πιο γεωπολιτική Ε.Ε. που θα «μάθει να χρησιμοποιεί τη γλώσσα της ισχύος».

Οι νέες προκλήσεις

Παρά τις εξελίξεις αυτές, υπάρχουν σημαντικές προκλήσεις μπροστά. Πρώτα και κύρια, μία σημαντική αιτία αποτυχίας μέχρι σήμερα για μία Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας είναι η μη ενσωμάτωση των όποιων αποφάσεων σε επίπεδο Ε.Ε., στις εθνικές διαδικασίες αμυντικού σχεδιασμού των Κρατών Μελών. Αυτός είναι ο αδύναμος κρίκος που, αν δεν επιβεβαιωθεί, σε αυτή την προσπάθεια θα μπορούσε να επιφέρει σημαντικές βελτιώσεις στην εφαρμογή των πρωτοβουλιών ασφάλειας και άμυνας της Ε.Ε.

Η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία παραμένει κατακερματισμένη σε επαναλαμβανόμενες δυνατότητες, οι περισσότερες από τις οποίες είναι ξεπερασμένης τεχνολογίας.

Έπειτα η Ε.Ε. καλείται να ενσωματώσει τη στρατηγική της αυτονομία στην άμυνα στο πλαίσιο των τρεχουσών συνεργατικών της σχέσεων, κυρίως, με το ΝΑΤΟ. Αυτή η συνεργατική σχέση πρέπει να διατηρηθεί, αλλά με την Ευρώπη να αναλαμβάνει μεγαλύτερο μερίδιο των ευθυνών τουλάχιστον στη «γειτονιά» της και αυτό με αξιοπιστία. Το θέμα είναι σε ποια καθήκοντα πρέπει να επικεντρωθεί η Ε.Ε. Και, προς τούτο, ποιες στρατιωτικές δυνατότητες χρειάζεται, δεδομένων των υποχρεώσεων τον χωρών που είναι μέλη ταυτόχρονα και στους δύο Οργανισμούς. Επιπλέον, τα Κράτη Μέλη πρέπει να συμφωνήσουν εάν η Ε.Ε. θα πρέπει να διαδραματίσει ρόλο σε υψηλής έντασης επιχειρήσεις που επιδιώκουν το διαχωρισμό των αντιμαχόμενων μερών ή αν θα πρέπει να επικεντρωθεί στη διαχείριση κρίσεων χαμηλότερης έντασης και σε τομείς στους οποίους το ΝΑΤΟ διαθέτει μεγάλη τεχνογνωσία. Αν μιλήσουμε για το δεύτερο, τότε η Ε.Ε. απλά θα διατηρήσει τον τίτλο του soft power αλλά τότε θα έλεγε κανείς ότι κάνουμε πολύ κακό για το τίποτε.

Και όλα αυτά για ένα θέμα που είναι δύσκολο να «περάσει» πολιτικά στους ψηφοφόρους, κυρίως, μετά από μία κρίση σαν αυτή του covid. Ας μην ξεχνάμε ότι οι λαοί της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης έχουν εντελώς διαφορετική προσέγγιση για το τι συνιστά απειλή για την χώρα τους και τα σύνορα τους σε σχέση με την Ελλάδα ή την Κύπρο ή τις Βαλτικές χώρες και την Πολωνία.

Συνοψίζοντας, η Ε.Ε. έχει ξεκινήσει από το 2013 ένα δρόμο χωρίς επιστροφή σχετικά με τη στρατιωτική της χειραφέτηση από τις ΗΠΑ. Αυτό δεν πρέπει να σημαίνει αποδέσμευση, αλλά ανάπτυξη δυνατοτήτων και ανάληψη ευθυνών που να την κάνουν αξιόπιστο σύμμαχο και υπολογίσιμη δύναμη υλοποίησης εξωτερικής πολιτικής στον πλανήτη. Η Στρατηγική Πυξίδα,, αν και θα αντιμετωπίσει σοβαρές προκλήσεις, είναι ένα από τα πιο φιλόδοξα σχέδια της Ε.Ε. στην Άμυνα για την αντιμετώπιση της κοινής απάντησης σε κοινές απειλές.

Αμυντικές συμφωνίες, όπως η ελληνογαλλική που είναι η μοναδική στο είδος της στην Ε.Ε., έρχονται να καλύψουν ένα πραγματικό κενό και να δώσουν μία επιπλέον εξασφάλιση τουλάχιστον στην ενδιάμεση περίοδο μέχρι την υλοποίηση των πολιτικών σχεδίων της Ευρώπης για αμοιβαία εξασφάλιση.

Στο μεταξύ, η χώρα μας πρέπει να εργάζεται με πίστη για ταχύτερη υλοποίηση, στοχεύοντας στην, όσο το δυνατόν, πιο ισχυρή διαμόρφωση μιας πραγματικά Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας με πραγματικές δεσμεύσεις αμοιβαίας βοήθειας. Μέχρι τότε και ενόσω η ασφάλεια των κρατών-μελών είναι μια υπόθεση καθαρά εθνική, οφείλει να προετοιμάζεται, να εξοπλίζεται και να εξασφαλίζει τις απαιτούμενες συνεργασίες, για να έχει την πρωτοβουλία, αν και όταν απαιτηθεί, και πάντως, για να αποτρέπει την όποια επιβουλή.

[1] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX:32014D0415&from=EN

[2] https://eur-lex.europa.eu/summary/glossary/mutual_defence.html?locale=el