Αυστηρό πλαίσιο πολιτικής και άκαμπτη στάση ως προς τα αιτήματα των άλλων εταίρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για τη ρεαλιστική αντιμετώπιση των τραγικών οικονομικών συνεπειών του Covid-19, υιοθετεί η Γερμανία.

Η σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων στις περισσότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, που μέχρι τώρα δεν επέτρεπαν την πραγματοποίηση διπλωματικών επαφών και την ομαλή επικοινωνία με την Κομισιόν, παρέχει ίσως -μικρές- ελπίδες για την, εκ του σύνεγγυς, επανεξέταση των εκκρεμοτήτων. Ωστόσο, το Βερολίνο φέρεται έχει καταλήξει στις αποφάσεις του στο ακόλουθο τρίπτυχο:

  • Πρώτον, κατηγορηματική απόρριψη της πρότασης έκδοσης ευρωομολόγου, υπό οποιαδήποτε παραλλαγή ή έμμεση διαδικασία, παρά τις υπεραπλουστεύσεις, οι οποίες ακούστηκαν σε πολλές χώρες-μέλη της Ε.Ε.. Για παράδειγμα, ότι θα μπορούσε να εγκριθεί υπό διαφορετική ονομασία. Το μήνυμα που μεταφέρεται στην έδρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ομοιάζει, σε αρκετά σημεία του, με όσα είχαν συζητηθεί κατά την έναρξη της κρίσης της Ευρωζώνης, το 2010. Το Βερολίνο δίνει έμφαση, μεταξύ άλλων, στις παλαιότερες απορριπτικές αποφάσεις του ανώτατου συνταγματικού δικαστηρίου, του BVerfG, βάσει των οποίων -ακόμα και αν η καγκελάριος Αγκ. Μέρκελ συμφωνούσε στην έκδοση ευρωομολόγου- οι σχετικοί νόμοι θα κρίνονταν μη εφαρμοστέοι. Σημειώνεται πάντως ότι, ούτως ή άλλως, δεν υπάρχουν δείγματα για μείζονα αλλαγή στάσης της κας. Μέρκελ, του προέδρου της Ομοσπονδιακής Βουλής (και πρώην υπουργού Οικονομικών) Β. Σόιμπλε, του (σοσιαλιστή) αντικαγκελαρίου και υπουργού Οικονομικών Ο. Σολτς και του (χριστιανοδημοκράτη) υπουργού Οικονομικών Υποθέσεων και Ενέργειας Π. Αλτμάιερ. Αντίθετα, όλοι τους συμφωνούν ότι θα ήταν παράνομη η έμμεση υποβάθμιση των γερμανικών ομολόγων (Bunds και Bobls) μετά από την έγκριση ενός «ανταγωνιστικού» επενδυτικού προϊόντος, όπως θα ήταν το ευρωομόλογο.
  • Δεύτερον, η Γερμανία αποδίδει «θεσμική προτεραιότητα» στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, τον ESM, μέσω του οποίου θα πρέπει, επί της αρχής, να υπάρχουν διαθέσιμα δάνεια για όλα τα κράτη-μέλη που πλήττονται οικονομικά. Απορρίπτεται, δηλαδή, η παροχή δανείων κατά περίπτωση, όπως συνέβη την προηγούμενη δεκαετία κατόπιν των προσφυγών της Ιρλανδίας, της Ελλάδας, της Πορτογαλίας, της Ισπανίας και της Κύπρου. Σε συνέχεια της καταρχήν γενικής διαθεσιμότητας, θα μπορούσαν να εξετάζονται οι επιμέρους όροι με όποια τελική νομική μορφή και όποια ονομασία λάβουν («πρόγραμμα» που παραπέμπει σε όρους μνημονίου ή «βραχυπρόθεσμη στήριξη» με στόχους προς επίτευξη κ.λπ.).
  • Τρίτον, βραχυπρόθεσμα κρίνεται χρήσιμη μία μεταβατική περίοδος αναμονής των προτάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, υπό τη (Γερμανίδα) πρόεδρό της Ουρ. φον ντερ Λάιεν, για το Ταμείο Ανάκαμψης. Σε επίπεδο ρητορικής και διπλωματικών υποσχέσεων, το Βερολίνο τάσσεται υπέρ του νέου Ταμείου και εκφράζει εμπιστοσύνη στην Κομισιόν, αλλά ταυτόχρονα υπογραμμίζει στις Βρυξέλλες και τις σοβαρές επιφυλάξεις του κατ’ αναλογία εκείνων για το ευρωομόλογο. Η γερμανική πλευρά διαμηνύει πως, αν υπάρξει βιασύνη, οι διατάξεις του Ταμείου Ανάκαμψης μπορεί να κριθούν αντίθετες προς βασικούς κανόνες της Συνθήκης της Λισαβόνας και του Ευρωπαϊκού Δημοσιονομικού Συμφώνου. Εναλλακτικά, θα μπορούσαν να υπάρξουν ειδικές ρήτρες προσαρμογής προς τους συγκεκριμένους κανόνες. Σε κάθε περίπτωση, Γερμανοί αξιωματούχοι τονίζουν προς την Αθήνα και άλλες κυβερνήσεις πως η χορήγηση βοήθειας από το Ταμείο Συνοχής θα είναι για μικρή μόνο περίοδο και για συγκεκριμένους κλάδους των εθνικών οικονομιών των ενδιαφερόμενων εταίρων. Βάσει αυτών, προδικάζεται πως η επιλογή των κλάδων και η αξιολόγηση των απωλειών τους θα γίνει «κεντρικά», από την Κομισιόν, και όχι κατόπιν εκτιμήσεων και υπομνημάτων των χωρών-μελών (π.χ. για τον ελληνικό τουρισμό). Το μοναδικό ελπιδοφόρο στοιχείο είναι η προ ημερών δήλωση της κας. Μέρκελ ότι η χώρα της ενδιαφέρεται για την ενίσχυση και ανάπτυξη των άλλων οικονομιών, ώστε να υπάρχει ζήτηση για τα γερμανικά προϊόντα.
    Παράλληλα, πολλά θα κριθούν από τα γεωπολιτικά συμφέροντα της Γερμανίας και άλλων ισχυρών μελών της Ε.Ε. έναντι της Ουάσιγκτον, της Μόσχας και του Πεκίνου. Προβλέπεται πως στις ΗΠΑ θα ενισχυθεί η τάση οικονομικού απομονωτισμού, η Ρωσία θα εκμεταλλευθεί τα ενεργειακά προβλήματα και η Κίνα θα εντείνει την υπόγεια -εμπορική και άλλη- διείσδυσή της στην Ευρώπη. Παραμένουν εξάλλου ερωτηματικά για την εκμετάλλευση της υγειονομικής και οικονομικής κρίσης από τρίτα μέρη σε κρίσιμες περιοχές που ενδιαφέρουν κατεξοχήν την Ελλάδα, όπως η Τουρκία και η βόρεια Αφρική. Οι απαντήσεις, που θα δοθούν από τους εμπειρογνώμονες της Επιτροπής Πολιτικής και Ασφάλειας της Ε.Ε. και της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης (σε επαφή και με το ΝΑΤΟ), θα επηρεάσουν τη χάραξη και της οικονομικής πολιτικής.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Δημοκρατία” στις 6 Μαΐου 2020.