Αεροσκάφη επιτήρησης εδάφους
Πολλαπλασιαστής ισχύος για τις χερσαίες δυνάμεις
Του Ευθυμίου Λάζου
Lead
Η ορθή επιχειρησιακή αντίληψη για το πεδίο μάχης είναι ίσως ο σημαντικότερος παράγοντας για την επιτυχία ή την αποτυχία της συνολικής στρατιωτικής προσπάθειας. Μεταξύ των συστημάτων που έχουν αναπτυχθεί, με στόχο την παροχή πληροφοριών για το πεδίο της μάχης, είναι και τα αεροσκάφη επιτήρησης εδάφους.
Aerial Common Sensor
Ο Αμερικανικός Στρατός (US Army), σε συνεργασία με το Ναυτικό (US Navy), επένδυσε στο σύστημα Aerial Common Sensor (ACS) της Lockheed Martin. Σύμφωνα με τις επιχειρησιακές απαιτήσεις, το ACS θα έπρεπε να είναι σε θέση να ανιχνεύει μετακινήσεις στρατευμάτων σε αποστάσεις έως και 300km και να κάνει παρεμβολές στις εχθρικές επικοινωνίες. Για το λόγο αυτό, θα έπρεπε να διαθέτει ραντάρ συνθετικής απεικόνισης, σύστημα ηλεκτροπτικής και υπέρυθρης αναγνώρισης και σύστημα υποκλοπής επικοινωνιών. Ο Αμερικανικός Στρατός είχε εκφράσει ενδιαφέρον για την προμήθεια 34 τέτοιων συστημάτων, αρχής γενομένης από το 2009 ή το 2010, ενώ το Αμερικανικό Ναυτικό έχει εκφράσει την πρόθεσή του για την αγορά 19 συστημάτων από το 2012 και μετά. Το ACS θα αντικαθιστούσε τα αεροσκάφη RC-7B ARL (Airborne Reconnaissance-Low), RC-12/RU-21 GCS (Guardrail Common Sensor) και EP-3E Aries II (μια έκδοση του P-3 Orion). Τον Αύγουστο του 2004, η Lockheed Martin ανακοίνωσε την επιλογή του αεροσκάφους- φορέα. Επρόκειτο για το ERJ-145 της βραζιλιάνικης EMBRAER (ο συνδυασμός των συστημάτων ACS και ERJ-145 είχε κωδικοποιηθεί ως RC-20). Εντωμεταξύ, το ενδιαφέρον του Ναυτικού για το RC-20 άρχισε να φθίνει. Ο λόγος ήταν η εκκίνηση του προγράμματος P-8 Poseidon, ενός αεροσκάφους ναυτικής συνεργασίας, το οποίο αναμένεται να αντικαταστήσει τα P-3 Orion στις αρχές της ερχόμενης δεκαετίας. Το Αμερικανικό Ναυτικό, για λόγους ομοιοτυπίας, εξέφρασε την πρόθεσή του να προμηθευτεί και μια εξειδικευμένη έκδοση του P-8 Poseidon σε ρόλο επιτήρησης εδάφους. Ωστόσο, τεχνικά προβλήματα που σχετίζονταν με την ενσωμάτωση των αισθητήρων του προγράμματος ACS στο ERJ-145 οδήγησαν στην ακύρωση του όλου εγχειρήματος, στις 12 Ιανουαρίου του 2006. Λίγο αργότερα, τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, ο Αμερικανικός Στρατός ανακοίνωσε ότι δεν προτίθεται να εγκαταλείψει την ιδέα ανάπτυξης του συστήματος ACS. Νέες ανακοινώσεις για την αναβίωση του προγράμματος έγιναν το 2009 και σχετική δημοσιότητα, χωρίς επίσημη επιβεβαίωση, ακολούθησε το 2015 και το 2016, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει επανεκκίνηση του προγράμματος.
E-8 JSTARS
Το E-8 JSTARS (Joint Surveillance Target Attack Radar System) είναι ένα ιπτάμενο σύστημα διαχείρισης μάχης, διοίκησης και ελέγχου. Το πρόγραμμα ξεκίνησε ουσιαστικά τον Σεπτέμβριο του 1985, όταν η Northrop Grumman απέσπασε συμβόλαιο για την ανάπτυξη δύο πρωτότυπων E-8A JSTARS. Τα δύο αυτά πρωτότυπα χρησιμοποιήθηκαν επιχειρησιακά το 1990-1991, στον πρώτο πόλεμο του Κόλπου, όπου εντόπισαν τόσο τις κινήσεις του Ιρακινού Στρατού, όσο και τις θέσεις των αυτοκινούμενων βλημάτων εδάφους-εδάφους Scud-Α/-B. Εκτός από το Ιράκ, το σύστημα έχει χρησιμοποιηθεί με επιτυχία και στη Βοσνία & Ερζεγοβίνη, στο Κόσοβο, στο Αφγανιστάν και στον δεύτερο πόλεμο του Κόλπου. Το E-8 JSTARS βασίζεται στο αεροσκάφος 707-300 της Boeing. Ωστόσο, η καρδιά του συστήματος είναι το ραντάρ διάταξης φάσης APY-7 της Raytheon και οι 18 σταθμοί εργασίας στην καμπίνα του αεροσκάφους. Το APY-7 έχει εγκατασταθεί στο κοιλιακό τμήμα του αεροσκάφους και σαρώνει το έδαφος μηχανικά (καθ’ ύψος) και ηλεκτρονικά (κατά κατεύθυνση). Το ραντάρ ΑΡΥ-7 σαρώνει μια έκταση συνολικού εμβαδού 50.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων (περισσότερο δηλαδή από το 1/3 της έκτασης της Ελλάδας!) σε απόσταση έως και 250 km. Εντός αυτής της έκτασης το ΑΡΥ-7 μπορεί να ανιχνεύσει έως και 600 κινούμενους στόχους, αλλά όχι στάσιμους στόχους. Η ανίχνευση των στάσιμων στόχων γίνεται από ραντάρ συνθετικής απεικόνισης. Το 1999 όλα τα αεροσκάφη E-8A JSTARS αναβαθμίστηκαν στο επίπεδο E-8C JSTARS με την εγκατάσταση συστήματος ζεύξης δεδομένων Link-16 για μετάδοση εικόνας σε πραγματικό χρόνο. Οι απαιτήσεις επάνδρωσης είναι της τάξεως των 19 ατόμων, εκ των οποίων τα τέσσερα άτομα αποτελούν το πλήρωμα. Οι διαστάσεις του 707-300 είναι (μήκος x άνοιγμα πτερυγίων x ύψος) 46,6 μέτρα x 44,4 μέτρα x 13 μέτρα, ενώ το μέγιστο βάρος απογείωσής του είναι της τάξεως των 336.000 λιβρών (152.409 κιλά). Το αεροσκάφος είναι εφοδιασμένο με τέσσερις κινητήρες TF33-102C της Pratt & Whitney συνολικής ισχύoς 4x 19.200 λιβρών. Η μέγιστη ταχύτητά του ανέρχεται στα 945 km/h και έχει τη δυνατότητα συνεχούς περιπολίας διάρκειας εννέα ωρών χωρίς να χρειάζεται ανεφοδιασμό. Η μέγιστη επιχειρησιακή του οροφή είναι της τάξεως των 42.000 ποδών (12.802 μέτρα).
E-10 MC2A
Αν και το E-8C JSTARS εντάχθηκε σε υπηρεσία στα μέσα της δεκαετίας του ’90, η Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ (US Air Force) άρχισε να σχεδιάζει τη διάδοχη κατάσταση στο πλαίσιο του προγράμματος Ε-10 MC2A (Multi-sensor Command & Control Aircraft). Στόχος του προγράμματος αυτού ήταν η αντικατάσταση των αεροσκαφών E-8C JSTARS, των αεροσκαφών έγκαιρης προειδοποίησης E-3 Sentry και των αναγνωριστικών αεροσκαφών RC-135. Το 2003, η Northrop Grumman, η Boeing και η Raytheon απέσπασαν συμβόλαιο αξίας $ 215 εκ. για τη φάση ανάπτυξης και επίδειξης του συστήματος. Το E-10 MC2A θα αποτελούνταν από τρία διαφορετικά αεροσκάφη, έκαστο με διαφορετικούς ρόλους. Στην έκδοση Spiral-1 MP-RTIP (Multi Platform-Radar Technology Insertion Program), το αεροσκάφος θα είχε ρόλο αεράμυνας κατά επερχόμενων πυραύλων cruise, καθώς και ρόλο εναέριας επιτήρησης εδάφους. Στην έκδοση Spiral-2, το αεροσκάφος θα εκτελούσε αποστολές εναέριας έγκαιρης προειδοποίησης και ελέγχου, ενώ στην έκδοση Spiral-3 θα είχε ρόλο ηλεκτρονικού υποκλοπέα. Ωστόσο, τον Ιανουάριο του 2006 ανακοινώθηκε η ακύρωση της φάσης ανάπτυξης και επίδειξης του συστήματος. Αντί των τριών διαφορετικών εκδόσεων, η Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ θα χρηματοδοτούσε μόνον την έκδοση Spiral-1. Τελικά όμως το πρόγραμμα ακυρώθηκε ολοκληρωτικά υπέρ άλλων απαιτήσεων.
Sentinel R1
Εκτός από τις ΗΠΑ, και η Μεγάλη Βρετανία ενδιαφέρθηκε για την προμήθεια ενός αεροσκάφους επιτήρησης εδάφους. Αρχικά, προτάθηκε το E-8 JSTARS, αλλά το Λονδίνο το απέρριψε, καθώς οι 18 σταθμοί εργασίας που διαθέτει κρίθηκαν πάρα πολλοί για τις επιχειρησιακές απαιτήσεις της Μεγάλης Βρετανίας. Έτσι, η χώρα αποφάσισε να επενδύσει στο πρόγραμμα ASTOR (Airborne Stand-Off Radar). Το πρόγραμμα κέρδισε η Raytheon (Ιούνιος του 1999) με το σύστημα Sentinel R1, ένα αεροσκάφος το οποίο βασίζεται στο Global Express της καναδικής Bombardier. Το ραντάρ είναι μια βελτιωμένη έκδοση του ASARS-2 (Advanced Synthetic Aperture Radar System) που χρησιμοποιούν τα αεροσκάφη U-2. Εκτός του ραντάρ, το αεροσκάφος ενσωματώνει σύστημα ζεύξης δεδομένων Link-16 και σύστημα αυτοπροστασίας DASS (Defensive Aid Sub-System). Το DASS αποτελείται από ένα συρόμενο σύστημα αυτοπροστασίας, από σύστημα προειδοποίησης επερχόμενου βλήματος και από εκτοξευτές αναλώσιμων. Η βρετανική απαίτηση αφορά σε πέντε αεροσκάφη και οκτώ σταθμούς εδάφους, εκ των οποίων έξι είναι τακτικοί σταθμοί, εγκαταστημένοι σε 24 οχήματα 6 x 6 (τέσσερα οχήματα για κάθε τακτικό σταθμό) και δύο είναι τακτικοί σταθμοί, εγκαταστημένοι σε ισάριθμα αερομεταφερόμενα container. Σύμφωνα με τους Βρετανούς, τα αεροσκάφη του προγράμματος ASTOR είναι πλήρως διαλειτουργικά τόσο με τα αεροσκάφη E-8 JSTARS, όσο και με τα συστήματα του νατοϊκού προγράμματος AGS (Alliance Ground Surveillance). Επίσης, διασυνδέονται πλήρως και με μη επανδρωμένα οχήματα του βρετανικού προγράμματος Watchkeeper, το οποίο χρησιμοποιεί τους έξι επίγειους σταθμούς του προγράμματος ASTOR. Το αεροσκάφος Sentinel R1 είναι εφοδιασμένο με δύο κινητήρες τύπου BR-710 της Rolls-Royce συνολικής ισχύος 2 x 14.750 λιβρών, έχει μέγιστη επιχειρησιακή εμβέλεια 12.038 km (ή διάρκεια πτήσεως εννέα ώρες) και ικανότητα πτήσης σε ύψος έως και 51.000 πόδια (15.545 μέτρα). Οι διαστάσεις του είναι (μήκος x άνοιγμα πτερυγίων x ύψος) 30,31 μέτρα x 28,51 μέτρα x 8,23 μέτρα, ενώ το μέγιστο βάρος απογείωσής του είναι της τάξεως των 93.500 λιβρών (42.524 κιλά). Η καμπίνα διαθέτει τρεις σταθμούς εργασίας με δυνατότητα εγκατάστασης και τέταρτου σταθμού εργασίας, εάν αυτό απαιτηθεί στο μέλλον. Η παρθενική πτήση του αεροσκάφους πραγματοποιήθηκε στις 26 Μαΐου του 2004. Οι παραδόσεις άρχισαν στα τέλη του 2006 και ολοκληρώθηκαν στα τέλη του 2007. Το Sentinel υποστήριξε, από τα μέσα του 2007, τις βρετανικές χερσαίες δυνάμεις στο Αφγανιστάν, ενώ ένα αεροσκάφος χρησιμοποιήθηκε και για την υποστήριξη των γαλλικών δυνάμεων στο Μάλι μετά τον Ιανουάριο του 2013. Το 2010, το εξαγγελθέν στρατηγικό δόγμα του βρετανικού Συντηρητικού Κόμματος προέβλεπε κατάργηση του προγράμματος Sentinel, αλλά το 2015 ο πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον άλλαξε στάση και ανακοίνωσε ότι το αεροσκάφος θα χρησιμοποιείται και την επόμενη δεκαετία.
AGS
Σε συμμαχικό επίπεδο, το 1998, το ΝΑΤΟ έκανε γνωστή την απαίτησή του για την προμήθεια ενός συστήματος επιτήρησης εδάφους, στο πλαίσιο του προγράμματος AGS. Το πρόγραμμα ανατέθηκε στην κοινοπραξία TIPS (Transatlantic Industrial Partnership for Surveillance), την οποία αποτελούν οι εταιρίες Northrop Grumman, EADS, Thales, Galileo Avionica, General Dynamics Canada και Indra. H πρόταση της κοινοπραξίας TIPS βασίζεται στο ραντάρ TCAR (Transatlantic Cooperative Airborne Radar), το οποίο συνδυάζει την τεχνολογία του MP-RTIP και του Sostar-X. Το SOSTAR-X (Stand-Off Surveillance & Target Acquisition Radar) είναι ένα ραντάρ τεχνολογίας AESA των εταιριών Dutch Space, EADS, Galileo Avionica, Indra και Thales. Για τις σχετικές δοκιμές χρησιμοποιήθηκε ένα τροποποιημένο αεροσκάφος τύπου Fokker 100. Το πρωτότυπο πέταξε για πρώτη φορά στις 22 Δεκεμβρίου του 2005. Το αεροσκάφος-φορέας επελέγη για το σύστημα AGS ήταν ένα A-321 της Airbus, καθώς και το μη επανδρωμένο εναέριο όχημα RQ-4B Global Hawk. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της αναδόχου κοινοπραξίας, οι νατοϊκές απαιτήσεις θα αφορούν, τα επόμενα χρόνια, σε δύο επανδρωμένα και τρία μη επανδρωμένα συστήματα. Εκτός από το σύστημα AGS, η κοινοπραξία TIPS υλοποιεί, από το 2014, την ανάπτυξη και της έκδοσης AGS-CIS (Communications Information System), με αποστολή την παροχή δικτύων επικοινωνιών μεταξύ του AGS και των σταθμών στο έδαφος.
Επίλογος
Τα αεροσκάφη επιτήρησης εδάφους είναι ιπτάμενα ραντάρ, τα οποία σαρώνουν την επιφάνεια του εδάφους και καταγράφουν τις κινήσεις οχημάτων, αρμάτων μάχης, πυροβόλων κ.ά. Λειτουργούν επίσης και ως εναέριοι σταθμοί διοίκησης και ελέγχου. Τα αεροσκάφη αυτά είναι πραγματικοί πολλαπλασιαστές ισχύος, ανάλογης χρησιμότητας με τα ιπτάμενα ραντάρ έγκαιρης προειδοποίησης και τα αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας. Όπως τα εναέρια συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης βλέπουν την κατεύθυνση των εχθρικών σχηματισμών και κατευθύνουν ανάλογα τα φίλια μαχητικά αεροσκάφη, έτσι και τα αεροσκάφη επιτήρησης εδάφους βλέπουν την κίνηση των εχθρικών χερσαίων δυνάμεων. Βλέπουν δηλαδή το σημείο στο οποίο ο εχθρός συγκεντρώνει τις δυνάμεις του. Με αυτές τις πληροφορίες είναι σχετικά εύκολο να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η κύρια προσπάθεια του εχθρού. Εάν ένα τέτοιο σύστημα, το οποίο λείπει από το ελληνικό οπλοστάσιο, βρισκόταν στη διάθεση των Ελλήνων επιτελών, θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο, ιδιαίτερα στον Έβρο, όπου η χώρα μας είναι αναγκασμένη να παρατάξει άμυνα σε όλο το μήκος των συνόρων με την Τουρκία. Σε περίπτωση ελληνοτουρκικής σύρραξης, θα μπορούσαμε να γνωρίζουμε νωρίς και με ακρίβεια τα σημεία στα οποία συγκεντρώνονται οι τουρκικές δυνάμεις και έτσι θα μπορούσαμε να προωθήσουμε στην περιοχή τις κατάλληλες ενισχύσεις. Έτσι, όχι μόνο θα εξισορροπούσαμε σε μεγάλο βαθμό την αριθμητική υπεροχή των τουρκικών δυνάμεων, αλλά θα επιτυγχάναμε οικονομία δυνάμεων τόσο κατά τη φάση της άμυνας, όσο και σε περίπτωση επιθετικής ενέργειας στην Ανατολική Θράκη.