Του Πέτρου Τασιού*

Στη φωτογραφία: Οι κατηγορίες για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας ήταν βαρύ πλήγμα στις προσπάθειες της αμερικανικής κυβέρνησης να παρουσιαστεί ως υπεύθυνη παγκόσμια δύναμη με υψηλά ηθικά ιδεώδη. Η δε αρμοδιότητα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για ενδεχόμενο ανακρίσεων, ερευνών και διώξεων Αμερικανών υπηκόων δεν έγινε αποδεκτή από την αμερικανική πλευρά.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Ο Τζορτζ Μπους υιοθέτησε μια φιλόδοξη προσέγγιση, σε σχέση με τους προκατόχους του, αναφορικά με τη Μέση Ανατολή και τον Περσικό Κόλπο. Οι ΗΠΑ εφαρμόζοντας σταθερά την πολιτική της διπλής ανάσχεσης κατάφεραν να περιορίσουν τη στρατιωτική ισχύ του Ιράκ και την πολιτική επιρροή του Ιράν. Με τον Πόλεμο του Κόλπου εδραιώθηκε η αμερικανική περιφερειακή ηγεμονία η οποία διήρκησε 12 χρόνια. Το 2003 ο Τζορτζ Μπους (νεότερος) ως «πρόεδρος του πολέμου» δεν αρκέστηκε στη διατήρηση των κεκτημένων, αλλά τελικά επέλεξε να χρησιμοποιήσει τη στρατιωτική δύναμη για να αρχίσει έναν μεγαλεπήβολο μετασχηματισμό της περιοχής, προκειμένου να απομακρύνει από την εξουσία απολυταρχικά καθεστώτα μη φίλα προσκείμενα στα αμερικανικά συμφέροντα. Στο πλαίσιο αυτό οι ΗΠΑ επιδίωξαν τη διεύρυνση της άμεσης ακτίνας της μεταψυχροπολεμικής ηγεμονίας τους σε Ιράκ, Αφγανιστάν φτάνοντας έως και την Κεντρική Ασία.

Όπως έγραψε ο αναπληρωτής Υπουργός Άμυνας Πωλ Γούλφοβιτς, πριν αναλάβει το αξίωμα του, η παγκόσμια ηγεσία απαιτεί «να δείχνεις ότι θα τιμωρήσεις τους εχθρούς σου και πως εκείνοι, οι οποίοι αρνούνται να σε υποστηρίξουν, θα το μετανιώσουν». Εκ του αποτελέσματος, όχι μόνο δεν υπήρξε καμία ξεκάθαρη περίπτωση στην οποία κάποιο κράτος εγκατέλειψε τις καθιερωμένες πολιτικές θέσεις του, αλλά ο εξαναγκασμός της πίεσης και του φόβου ένωσε τους εχθρούς των ΗΠΑ και διαίρεσε τους φίλους τους.

Τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 λειτούργησαν σαν επιφοίτηση για τον Τζορτζ Μπους για την εκτέλεση ενός είδους μοναδικής ιστορικής αποστολής η οποία άγγιζε μια θεία κλίση[1]. Το μείγμα του νέο-συντηρητικού μανιχαϊσμού με ηθικοπλαστικές διχοτομήσεις[2] και της αποφασιστικότητας να δράσει μονομερώς, ανεξάρτητα από τις απόψεις των συμμάχων[3], έφτασε στα όρια της αλαζονείας. Συνήθως η νέμεση έπεται της αλαζονείας. Η ηγετική ομάδα (Ντικ Τσέινι, Κόλιν Πάουελ, Ντόναλντ Ράμσφελντ και Κοντολίζα Ράις) γύρω από τον Τζορτζ Μπους θέτοντας όλο και πιο φιλόδοξους στόχους, επειδή πίστευε ότι οι επιτυχίες του παρελθόντος μπορούσαν να επαναληφθούν, οδήγησε τις ΗΠΑ σε μια στρατιωτική εκστρατεία μοναχική χωρίς σαφή στόχο ή στρατηγική. Η απόφαση για τον πόλεμο στο Ιράκ αντικατόπτριζε τις παραδοσιακές ιμπεριαλιστικές ανησυχίες για τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών, τα ισχυρά συμφέροντα του πετρελαϊκού λόμπι, την ευρεία επιρροή του στρατιωτικό-βιομηχανικού συμπλέγματος και την επιθυμία των νεοσυντηρητικών να ενισχύσουν την ασφάλεια του Ισραήλ. Πρωτίστως όμως ήταν κεντρική επιλογή για τη διαιώνιση της αμερικανικής κυριαρχίας και τη διατήρηση του μονοπολικού συστήματος[4].

Η τρομοκρατία στο συγκεκριμένο υποσύστημα του διεθνούς συστήματος ενισχύθηκε. Στο Ιράκ εμφανίστηκε η Αλ Κάιντα και νέες ένοπλες ριζοσπαστικές ομάδες που στόχευαν τα αμερικανικά στρατεύματα κατοχής. Η καταστροφή του Ιράκ αποδυνάμωσε το μοναδικό αραβικό κράτος κατ’ εξοχήν ανταγωνιστή του Ιράν που ήταν ικανό να το αντιμετωπίσει, με το τελευταίο όχι μόνο να ενδυναμωθεί αλλά και να καταφέρει να εδραιωθεί ως περιφερειακή δύναμη, δορυφοροποιώντας μάλιστα το Ιράκ.

Ο πόλεμος στο Ιράκ επέφερε μακροχρόνια εχθρότητα στις ΗΠΑ με τις ισλαμικές κοινωνίες να θεωρούν τη στάση τους υποκριτική, αφού ζημίωσαν κάποιο άλλο κράτος για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους και μόνο. Αυτά τα συναισθήματα υπάρχουν, παγκόσμια, ακόμη και στις δημοκρατικές χώρες που μακροχρόνια είναι σύμμαχοι των ΗΠΑ, καθώς μόνον ένα μικρό ποσοστό των Ευρωπαίων θεωρούν ότι ο ρόλος των ΗΠΑ είναι θετικός για τον κόσμο.

Τα αντιαμερικανικά αισθήματα ενισχύθηκαν σε όλη τη Μέση Ανατολή. Ο «Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας» χωρίς σαφώς προσδιορισμένο εχθρό και με ισχυρές αντι-ισλαμικές υποδηλώσεις ένωσε την ισλαμική κοινή γνώμη υπό τη σκέπη μιας αυξανόμενης εχθρότητας ενάντια στις ΗΠΑ. Η πίστη ότι η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ ήταν άδικη και ο τρόπος δράσης τους δεν ήταν ενάρετος κυοφόρησε μια μακροχρόνια μνησικακία που ποτέ δεν εξαλείφθηκε. Η αμερικανική περιφερειακή ηγεμονία περιορίστηκε δραστικά δίνοντας χώρο στη δυναμική παρουσία στρατηγικών ανταγωνιστών των ΗΠΑ στην περιοχή. Κατ’ αρχήν στη Ρωσία με την εμπλοκή της σε Λιβύη και Συρία. Στην Κίνα που ακολούθησε γεωοικονομικά σε πρώτη φάση και μετέπειτα γεωστρατηγικά με την πρόσφατη διαμεσολάβησή της μεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας.

Η αποκλειστική και εμμονική ενασχόληση με τον Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας (τουλάχιστον στην πρώτη θητεία του Τζορτζ Μπους) και η επικέντρωση στο υποσύστημα της Μέσης Ανατολής αποπροσανατόλισε την αμερικανική εξωτερική πολιτική, αφήνοντας την Κίνα να κερδίσει σημαντικό έδαφος στη διεθνή σκακιέρα, με τις ΗΠΑ να χάνουν πολύτιμο χρόνο στην ανάσχεση της ανερχόμενης παγκόσμιας ασιατικής δύναμης. Ήταν αργά όταν ο Μπαράκ Ομπάμα ανακοίνωσε τη «στροφή προς την Ασία» (pivot to Asia) το 2011, ενώ η Κίνα είχε αναγνωριστεί ως «στρατηγικός ανταγωνιστής» από τον Τζορτζ Μπους ήδη από το 1999[5]. Επιπλέον η αποτυχία της αμερικανικής πολιτικής στο Ιράκ αποτέλεσε τη βάση αξιολόγησης της αμερικανικής παγκόσμιας ηγεσίας[6]. Οι ΗΠΑ δεν ήταν πια ικανές να συσπειρώσουν τον κόσμο γύρω από το σκοπό τους ούτε να επιβληθούν με τη χρήση όπλων. Η υπόληψή τους είχε καταβαραθρωθεί, προκαλώντας κατακόρυφη πτώση της παγκόσμιας επιρροής τους. Ταυτόχρονα ο πόλεμος που διεξήγαγαν ενίσχυσε τις παγκόσμιες ανησυχίες για την ανεξέλεγκτη φύση της δύναμής τους «ως αυτοκρατορία που δρα μονομερώς» στα φιλικά-συμμαχικά κράτη, ενώ αύξησε την εχθρότητα και τον φόβο στα αντίπαλα κράτη.

Ως προς τους λόγους επέμβασης στο Ιράκ και κρίνοντας τη διαμορφωθείσα κατάσταση τη χρονική εκείνη στιγμή (και όχι αποστασιοποιημένα με την πάροδο δύο δεκαετιών) οι ΗΠΑ, ίσως, τελικά δεν είχαν άλλη λύση από το να αντιδράσουν δυναμικά μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου εναντίον ενός, εν μέρει, «αόρατου» εχθρού σε παγκόσμια κλίμακα. Ως δεύτερος λόγος αναφέρονται τα πλούσια κοιτάσματα (π.χ. στη φωτογραφία, 36 μεγάλες πετρελαιοπηγές κατοχυρώθηκαν, ταχέως, στην ExxonMobil) και η εμπλοκή του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος και του πετρελαϊκό λόμπι Και, ως τρίτος λόγος, οι πάγιες ανησυχίες του Ισραήλ που χρήζουν διαφορετικών ερμηνειών, αν και σε ποιο βαθμό επέδρασσαν καταλυτικά (η Ισραηλινή Αεροπορία είχε ήδη καταστρέψει, τον Ιούνιο του 1981 τον ιρακινό αντιδραστήρα του Οσιράκ).

Στον ατέρμονο αμερικανικό πόλεμο των μετασχηματικών εκστρατειών βρίσκονται οι ρίζες του πολυπολικού κόσμου. Ο Τζορτζ Μπους, με την εσφαλμένη στρατηγική που ακολούθησε, έβαλε όχι μόνο τέλος στα μεγαλεπήβολα σχέδια στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν για την «οικοδόμηση έθνους», αλλά και στην ψευδαίσθηση της αμερικανικής αυτοκρατορίας ως ακλόνητης υπερδύναμης. Με το πέρας της διακυβέρνησης του Τζορτζ Μπους το διεθνές σύστημα δεν προσομοίαζε πλέον σε μονοπολικό. Νέες δυνάμεις σε τοπικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο αναδείχθηκαν, διαμορφώνοντας μια νέα αποκεντρωμένη πραγματικότητα. Η ταχεία άνοδος της φιλόδοξης αναθεωρητικής Κίνας και η ανάκαμψη της εκδικητικής Ρωσίας εκπορεύθηκαν εν μέρει από τις καταστρεπτικές συνέπειες της αμερικανικής τραγωδίας στο Ιράκ.

Η σημερινή διαφοροποίηση χωρών στον πόλεμο της Ουκρανίας, που απέχουν από την επιβολή κυρώσεων ή/και συνεργάζονται εμφανώς με τη Ρωσία, αντανακλά την κατακόρυφη πτώση της παγκόσμιας αλληλεγγύης και συμπόρευσης με τις ΗΠΑ. Οι περισσότερες αφρικανικές, αραβικές και ασιατικές κυβερνήσεις δεν έλαβαν υπόψη τους τις αμερικανικές εκκλήσεις να καταδικάσουν τη Ρωσία για την παραβίαση της βασισμένης σε κανόνες διεθνούς τάξης.

Πέραν του Πωλ Γούλφοβιτς, ο υφυπουργός Άμυνας, Ντάγκλας Φέιθ (πάνω), και o πρώην βοηθός υπουργός Άμυνας, Ρίτσαρντ Περλ (κάτω), και άλλοι, που βρίσκονταν πίσω από το Project for a New American Century, υπήρξαν από τους αρχιτέκτονες του προληπτικού πολέμου και ένθερμοι υποστηρικτές της αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να πληρώνουν το τίμημα της απόφασης που έλαβαν πριν από 20 χρόνια για την εισβολή και για την πορεία στην οποία έθεσαν το Ιράκ, τη Μέση Ανατολή και την παγκόσμια τάξη. Oι δύο μετέπειτα Αμερικανοί πρόεδροι είχαν δημόσια λάβει αρνητική θέση στην προοπτική του πολέμου. Ο Μπαράκ Ομπάμα αναφέρθηκε σε «βιαστικό πόλεμο»[7] και ο Ντόναλντ Τραμπ ονόμασε την εισβολή στο Ιράκ ως «τη χειρότερη απόφαση που πάρθηκε ποτέ»[8]. Ο Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι χαρακτήρισε τον Τζορτζ Μπους ως «καταστροφική ηγεσία»[9] και τον πόλεμο στο Ιράκ ως «γεωπολιτική καταστροφή»[10]. Οι εξαντλητικές συνέπειες του ιρακινού πολέμου άλλαξαν για πάντα τα «Παγκόσμια Βαλκάνια» και ολόκληρο τον κόσμο.

Η αποκλειστική ενασχόληση με τον Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας (τουλάχιστον στην πρώτη θητεία του Τζορτζ Μπους) και η επικέντρωση στο υποσύστημα της Μέσης Ανατολής αποπροσανατόλισε την αμερικανική εξωτερική πολιτική, αφήνοντας την Κίνα να κερδίσει σημαντικό έδαφος. Ήταν αργά, όταν ο Μπαράκ Ομπάμα (στη φωτογραφία, του Φεβρουαρίου 2012, με τότε Αντιπρόεδρο και νυν Πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ) ανακοίνωσε τη «στροφή προς την Ασία» (pivot to Asia) το 2011, ενώ η Κίνα είχε αναγνωριστεί ως «στρατηγικός ανταγωνιστής» από τον Τζορτζ Μπους ήδη από το 1999!
Η σημερινή διαφοροποίηση αφρικανικών, αραβικών και ασιατικών χωρών στον πόλεμο της Ουκρανίας, που απέχουν από την επιβολή κυρώσεων ή/και συνεργάζονται εμφανώς με τη Ρωσία, αντανακλά την κατακόρυφη πτώση της παγκόσμιας αλληλεγγύης και συμπόρευσης με τις ΗΠΑ.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να πληρώνουν το τίμημα της απόφασης που έλαβαν πριν από 20 χρόνια για την εισβολή και για την πορεία στην οποία έθεσαν το Ιράκ, τη Μέση Ανατολή και την παγκόσμια τάξη. Ο Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι (φωτογραφία) χαρακτήρισε τον Τζορτζ Μπους ως «καταστροφική ηγεσία» και τον πόλεμο στο Ιράκ ως «γεωπολιτική καταστροφή».

[1] Ο Τζορτζ Μπους διακατέχονταν από ένα ισχυρό αίσθημα χριστιανικής ηθικής αποστολής των ΗΠΑ, ως το εκλεκτό έθνος του Θεού, που θα σώσει τον κόσμο. Ο ίδιος είχε δηλώσει, ένα χρόνο πριν γίνει πρόεδρος: «Aισθάνομαι σαν ο Θεός να θέλει να βάλω υποψηφιότητα για Πρόεδρος των ΗΠΑ. Δεν μπορώ να το εξηγήσω, αλλά διαισθάνομαι ότι η χώρα μου πρόκειται να με χρειαστεί. Κάτι θα συμβεί και τότε η χώρα μου θα με χρειαστεί. Το ξέρω ότι δεν είναι εύκολο για εμένα ούτε για την οικογένεια μου, αλλά ο Θεός θέλει να το κάνω». Stephen Mansfield, The faith o George W Bush: The personal, practical and political, Jeremy Tarcher, New York, 2003, σ. 119.

[2] «Αυτή η σταυροφορία, αυτός ο Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας θα διαρκέσει αρκετό καιρό». Σε δήλωση του στον Λευκό Οίκο, Remarks by the President upon arrival, Ουάσιγκτον, 16 Σεπτεμβρίου 2001, https://georgewbush-whitehouse.archives.gov/news/releases/2001/09/20010916-2.html.

[3] «Αν δεν είστε μαζί μας, είστε εναντίον μας». Από την ομιλία του στο Κογκρέσο, Address to a Joint Session of Congress and the American People, Ουάσιγκτον, 20 Σεπτεμβρίου 2001, https://georgewbush-whitehouse.archives.gov/news/releases/2001/09/20010920-8.html.

[4] «Τώρα πια είμαστε αυτοκρατορία και όταν δρούμε δημιουργούμε τη δική μας πραγματικότητα». Αυτή η φράση ανήκει στον Καρλ Ρόβε, ο οποίος ήταν ανώτερος σύμβουλος του Τζορτζ Μπους, σε συνέντευξη που παραχώρησε στους New York Times λίγο πριν τις προεδρικές εκλογές (17.10.2004), https://www.nytimes.com/2004/10/17/magazine/faith-certainty-and-the-presidency-of-george-w-bush.html.

[5] Συνέντευξή του στην εκπομπή του CNN “Evans, Novak, Hunt & Shields”, 15 Αυγούστου 1999 και ομιλία του με τίτλο «Α Distinctly American Internationalism», Προεδρική Βιβλιοθήκη Ρόναλντ Ρέιγκαν, Σίμι Βάλεϊ, 19 Νοεμβρίου 1999.

[6] Συνέντευξη του Richard Haass στον Bernard Gwertzman, “Haass: On Balance, Iraq war’s impact on US foreign policy clearly negative”, Council on Foreign Relations, 14 Μαΐου 2014, https://www.cfr.org/interview/haass-balance-iraq-wars-impact-us-foreign-policy-clearly-negative.

[7] Barack Obama’s speech against Iraq war, Σικάγο, 2 Οκτωβρίου 2002, ο.π.

[8] Hal Brands, “Blundering into Baghdad. The right-and wrong- lessons of the Iraq war”, ο.π.

[9] Zbigniew Brzezinski, Η δεύτερη ευκαιρία. Τρεις πρόεδροι και η κρίση της αμερικανικής υπερδύναμης, ό.π., σ. 154.

[10] Στο ίδιο ό.π., σ. 170.

*Διεθνολόγος με ειδίκευση στην αμερικανική εξωτερική πολιτική