20 χρόνια από τον πόλεμο στο Ιράκ: Αποτιμώντας τη μεγαλύτερη τραγωδία στην αμερικάνικη εξωτερική πολιτική – Μέρος Α’
Του Πέτρου Τασιού*
Στη φωτογραφία: Δίνοντας τον όρκο για την -πρώτη- προεδρική θητεία του, στις 20 Ιανουαρίου 2001, ο Τζορτζ (Ουόκερ) Μπους στόχευε στη συνέχιση της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας στο διεθνές σύστημα, μέσα σε ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες, ως αποτέλεσμα των επιτυχημένων επιλογών των προκατόχων του στις εξωτερικές υποθέσεις.
Στην αυγή του 21ου αιώνα, οι ΗΠΑ διένυαν τη δεύτερη δεκαετία της μονοπολικής εποχής. Υπερείχαν σε όλους τους τομείς και είχαν τη δυνατότητα να προβάλουν την ισχύ τους και να προωθούν τα συμφέροντά τους σε όλο τον πλανήτη. Η διευθέτηση των μεγάλων διεθνών προβλημάτων και κρίσεων γίνονταν με την πρωτοβουλία και την ανάληψη δράσης από την αμερικανική πλευρά. Τότε, την προεδρία ανέλαβε ο Τζορτζ (Ουόκερ) Μπους (20.01.2001) με στόχο τη συνέχιση της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας στο διεθνές σύστημα μέσα σε ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες, αποτέλεσμα των επιτυχημένων επιλογών των προκατόχων του στις εξωτερικές υποθέσεις.

Ο πατέρας του, Τζορτζ (Χέρμπερτ) Μπους, ανταποκρίθηκε εξαιρετικά στην πολιτική και ηθική καθοδήγηση των ΗΠΑ. Η έναρξη της παγκόσμιας αμερικανικής υπεροχής (25.12.1991) συνέπεσε με αλλεπάλληλες αναστατώσεις και κρίσεις σε όλη την Ευρασία που δεν είχαν ιστορικό προηγούμενο τις οποίες και διαχειρίστηκε αριστοτεχνικά. Η «νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων» αντιπροσώπευε την αναζήτηση της παραδοσιακής σταθερότητας. Αξιοποιώντας τη μοναδική πολιτική επιρροή και ηθική νομιμοποίηση της χώρας του άφησε την εξουσία έχοντας κερδίσει πρωτοφανή παγκόσμιο σεβασμό. Ο Μπιλ Κλίντον αντικατέστησε τη «νέα παγκόσμια τάξη» με την ιδέα της «αμετάκλητης παγκοσμιοποίησης» ως το νέο όραμα στην εξωτερική πολιτική. Ήρθε αντιμέτωπος με ένα πλήθος ανόμοιων μεταξύ τους και ενίοτε τεμνόμενων διεθνών προβλημάτων, αφού σχεδόν αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας υπήρξαν ξεσπάσματα βίας σε πολλά μέρη του κόσμου. Η αποτελεσματική αντιμετώπισή τους σε συνδυασμό με τη νεανικότητα, την ευφυΐα και την ευγλωττία του τον κατέστησαν σύμβολο μιας καλών προθέσεων αλλά ταυτόχρονα ισχυρής Αμερικής και αποδεκτό παγκόσμιο ηγέτη.
Η έναρξη της διακυβέρνησης από τον Τζορτζ Μπους (νεότερος), ο οποίος υπήρξε ο τρίτος κατά σειρά πρόεδρος μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, έγινε σε μια εποχή όπου οι ΗΠΑ ήταν ακόμη παντοδύναμες και αποδεκτές, ενώ οι συμμαχικές τους σχέσεις ήταν ουσιαστικά υγιείς. Προεκλογικά εξέφρασε την ανάγκη για μια εξωτερική πολιτική συνετή και μη επεμβατική[1] ως προς την αλλαγή πολιτικών συστημάτων απολυταρχικών χωρών, που δεν ήταν συμβατές με το δυτικό σύστημα αξιών και αντιστρατεύονταν τα αμερικανικά συμφέροντα. Αναφέρθηκε στον «ευδιάκριτο αμερικανικό διεθνισμό» ως προοπτική της εξωτερικής πολιτικής που οραματιζόταν[2]. Με την ανάληψη των καθηκόντων του εξέφρασε τις προθέσεις του για μια εξωτερική πολιτική συνεργατική και συναινετική με τους συμμάχους, χωρίς λήψη μονομερών αποφάσεων[3]. Στις προτεραιότητές του, ήταν μεταξύ άλλων, η αποτροπή στη διάδοση των όπλων μαζικής καταστροφής η οποία αναγνωρίστηκε ως πρόκληση για την παγκόσμια ασφάλεια.
Έχοντας περιορισμένη γνώση για τα διεθνή δρώμενα επέλεξε ως στενούς συνεργάτες πρόσωπα εγνωσμένης αξίας και κύρους που η πορεία τους άφηνε να εννοηθεί τη συνέχιση του ρεαλισμού που είχε χαρακτηρίσει την εξωτερική πολιτική του Τζορτζ Μπους (πρεσβύτερος). Αντιπρόεδρος ήταν ο Ντικ Τσέινι, πρώην Υπουργός Άμυνας του πατέρα του. Υπουργός Εξωτερικών, ο Κόλιν Πάουελ, ο οποίος υπήρξε αρχηγός του Μικτού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων επί πατρός Μπους και στο πρώτο έτος της διοίκησης Μπιλ Κλίντον. Υπουργός Άμυνας διορίστηκε ο Ντόναλντ Ράμσφελντ που είχε καταλάβει ακριβώς την ίδια θέση επί προεδρίας Τζέραλντ Φορντ. Τέλος, Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας ήταν η Κοντολίζα Ράις που υπήρξε μέλος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας επί Τζορτζ Μπους. Η ομάδα αυτή, που ξεπερνούσε κατά πολύ τον νέο πρόεδρο σε αρχαιότητα και εμπειρία, αρχικά εστίασε την προσοχή της στους ανολοκλήρωτους στόχους της πυραυλικής άμυνας, τον στρατιωτικό μετασχηματισμό και τις σχέσεις μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων. Όσα δηλαδή είχε ξεκινήσει ο Τζορτζ Μπους (πρεσβύτερος). Η διασπορά των πυρηνικών όπλων και η τρομοκρατία δεν βρίσκονταν ψηλά στην ατζέντα, με την Κοντολίζα Ράις να απορρίπτει μια πρώιμη προειδοποίηση των μυστικών υπηρεσιών περί πιθανών τρομοκρατικών πληγμάτων ως «ιστορική» μελέτη, κατά κύριο λόγο[4].

ΤΑ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΚΑ ΧΤΥΠΗΜΑΤΑ ΤΗΣ 11ΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2001
Οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 αποτέλεσαν συγκλονιστικό γεγονός κομβικής σημασίας που άλλαξε άρδην τις προτεραιότητες και το σχεδιασμό της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Οι ΗΠΑ αιφνιδιάστηκαν συνειδητοποιώντας την τρωτότητά τους. Είχαν συμπληρωθεί μόλις οκτώ μήνες διακυβέρνησης από τον Τζορτζ Μπους και ακόμη δεν ήταν εμφανής η στρατηγική που θα ακολουθούνταν υπό τη νέα διοίκηση στη διεθνή σκακιέρα.
Ο «Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας» ξεκίνησε μονοπωλώντας τον αμερικανικό πολιτικό σχεδιασμό για τις εξωτερικές υποθέσεις την πρώτη τετραετία της προεδρικής θητείας.
Η Eξουσιοδότηση για τη Χρήση Στρατιωτικής Δύναμης Εναντίον των Τρομοκρατών (Authorization for Use of Military Force Against Terrorists)[5], που ψηφίστηκε από το Κογκρέσο (14.9.2001)[6] και υπογράφηκε από τον αμερικανό πρόεδρο (18.9.2001), αποτέλεσε την πρώτη και άμεση αντίδραση. Ο Τζορτζ Μπους στην ομιλία του στο Κογκρέσο (20.9.2001) αμέσως μετά τα δραματικά γεγονότα, αναφέρθηκε στον Οσάμα Μπιν Λάντεν και στην Αλ Κάιντα, δίνοντας τελεσίγραφο στο καθεστώς των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν να «παραδώσουν τους τρομοκράτες ή να συναντήσουν τη μοίρα τους. Ο «Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας» ξεκινά με την Αλ Κάιντα αλλά δεν τελειώνει εκεί. Δεν θα τελειώσει μέχρι κάθε παγκόσμια τρομοκρατική ομάδα βρεθεί, εμποδιστεί και νικηθεί»[7]. Η εισβολή στο Αφγανιστάν πραγματοποιήθηκε πριν ακόμη συμπληρωθεί ένα μήνας από τα τρομοκρατικά χτυπήματα (7.10.2001).
Στις αρχές του επόμενου χρόνου, ο Αμερικανός πρόεδρος άρχισε δημόσια να επικεντρώνεται στο Ιράκ το οποίο κατονόμασε ως μέρος του «άξονα του κακού»[8] που βρισκόταν σε συμμαχία με τους τρομοκράτες και έθετε «υψηλό και αυξανόμενο κίνδυνο για τα αμερικανικά συμφέροντα με την κατοχή όπλων μαζικής καταστροφής»[9]. Καθόλη τη διάρκεια του 2002 η CIA ανέλαβε να παράσχει στοιχεία ως αδιαμφισβήτητα γεγονότα που να στοχοποιούν την κυβέρνηση Σαντάμ Χουσεΐν για την επαναδραστηριοποίηση του προγράμματος απόκτησης πυρηνικών όπλων, την ύπαρξη βιολογικών και χημικών όπλων καθώς και την εμβέλεια ορισμένων πυραύλων που ξεπερνούσαν τα επιτρεπόμενα όρια σύμφωνα με τις αποφάσεις του ΟΗΕ[10]. Τα στοιχεία αυτά δεν ήταν παρά στην καλύτερη περίπτωση εκτιμήσεις. Μάλιστα το Υπουργείο Άμυνας δημιούργησε τη δική του υπηρεσία πληροφοριών για το Ιράκ. Η προοπτική εισβολής εκφράστηκε επίσημα στη διεθνή κοινότητα με την ομιλία του αμερικανού προέδρου στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών (12.9.2002)[11].
Η Απόφαση για την Εξουσιοδότηση Χρήσης Στρατιωτικής Δύναμης Ενάντια στο Ιράκ (Authorization for Use of Military Force Against Iraq Resolution)[12], που ψηφίστηκε από το Κογκρέσο (10.11.2002)[13] με διακομματική συναίνεση, έδωσε τη δυνατότητα στις αμερικανικές δυνάμεις να στραφούν ενάντια στο ιρακινό καθεστώς.
Οι αποφάσεις και οι πρωτοβουλίες που αναλήφθηκαν μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 αποτυπώθηκαν στη Στρατηγική Εθνικής Ασφαλείας[14] (17.9.2002). Στο σχετικό κεφάλαιο για την παγκόσμια τρομοκρατία γινόταν αναφορά στη διεξαγωγή προληπτικού πολέμου στον οποίο οι ΗΠΑ μπορούν να δρουν από μόνες τους αν αυτό καθίσταται αναγκαίο.

Στη διεθνή κοινότητα, οι ΗΠΑ επιδίωξαν να νομιμοποιήσουν την ανάληψη στρατιωτικής δράσης κατά του Ιράκ ισχυριζόμενες ότι δεν μπορούσαν να εμπιστευτούν τον Σαντάμ Χουσεΐν αναφορικά με τα όπλα μαζικής καταστροφής. Το Ιράκ συνέχιζε να παραβιάζει την Απόφαση 687[15] (3.4.1991) του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας η οποία μεταξύ άλλων επιτάσσει την καταστροφή όλων των χημικών, βιολογικών και πυρηνικών όπλων καθώς και τον έλεγχο από διεθνείς επιθεωρητές. Σε αυτή τη βάση ψηφίστηκε η Απόφαση 1441[16] (8.11.2002) του Συμβουλίου σύμφωνα με την οποία το Ιράκ βρισκόταν σε «ουσιαστική παραβίαση της κατάπαυσης του πυρός» και δεν συνεργαζόταν με τους διεθνείς επιθεωρητές. Η παραβίαση αυτή καθώς και η διατύπωση της Απόφασης 1441 που δεν «περιορίζει κανένα κράτος μέλος από το να δράσει ώστε να υπερασπίσει εαυτόν έναντι απειλής που τίθεται από το Ιράκ», υπό μια διασταλτική ερμηνεία έδωσαν στις ΗΠΑ το δικαίωμα να εφαρμόσουν μονομερώς τις Αποφάσεις του Συμβουλίου χωρίς να απαιτείται η ψήφιση νέας Απόφασης. H αμερικανική πλευρά δεν κατάφερε τελικά να εξασφαλίσει την έγκριση των υπολοίπων τεσσάρων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας για την εξουσιοδότηση χρήσης στρατιωτικής δύναμης ενάντια στο Ιράκ. Για πρώτη φορά στην ιστορία η εσωτερική ασφάλεια ενός κράτους (εν προκειμένω των ΗΠΑ) ταυτίστηκε με την παγκόσμια ασφάλεια[17].
Ο Τζορτζ Μπους έδωσε τελεσίγραφο στον Σαντάμ Χουσεΐν και τους γιους του να εγκαταλείψουν μέσα σε 48 ώρες το Ιράκ (17.3.2002) διαφορετικά η στρατιωτική σύγκρουση θα ήταν αναπόφευκτη. Δυο μέρες αργότερα (19.3.2002) αμερικανικές και βρετανικές δυνάμεις βομβάρδισαν κυβερνητικά και στρατιωτικά κτίρια στη Βαγδάτη. Η εισβολή μέσω Κουβέιτ ξεκίνησε την επομένη (20.3.2002). Η ιρακινή πρωτεύουσα καταλήφθηκε σχετικά γρήγορα (9.4.2002). O Αμερικανός πρόεδρος από το αεροπλανοφόρο USS Abraham Lincoln ανακοίνωσε το τέλος του πολέμου με φόντο ένα πανό που έγραφε «Mission Accomplished» (1.5.2003). Η «Επιχείρηση Ιρακινή Ελευθερία», όπως ονομάστηκε η εισβολή στο Ιράκ για την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν, ολοκληρώθηκε πολύ σύντομα (σε 21 ημέρες) με σχεδόν μηδαμινές απώλειες για τους Αμερικανούς (έχασαν μόλις 155 άνδρες)[18]. Υπήρξε από τις πιο επιτυχείς στρατιωτικές επιχειρήσεις από άποψη τακτικής. Η εντύπωση της αμετάκλητης και θριαμβευτικής νίκης των Ηνωμένων Πολιτειών μαζί με τις συμμαχικές χώρες, κυρίως του Ηνωμένου Βασιλείου που αποτέλεσαν τη «συμμαχία των προθύμων»[19] υπήρξε αντιστρόφως ανάλογη της πραγματικότητας στη διάρκεια των οκτώ χρόνων κατοχής, γκρεμίζοντας τις ψευδαισθήσεις της αμερικανικής παντοδυναμίας.

Η αμερικανική παρουσία στο Ιράκ χωρίστηκε σε τέσσερις φάσεις: α) 2003-2007 υπό την Συμμαχική Προσωρινή Αρχή (Coalition Provisional Authority). Ήταν το μεταβατικό στάδιο για το μετασχηματισμό του ιρακινού κράτους, την ίδρυση νέων θεσμών και τις δομικές αλλαγές στην ιρακινή κοινωνία, β) 2007-2011 που υπήρξε η πιο αιματηρή περίοδος με εμφύλιες διαμάχες μεταξύ Σουνιτών και Σϊιτών και ισχυρή αντίσταση στις αμερικανικές δυνάμεις κατοχής. Τα δυο πρώτα χρόνια της περιόδου αυτής απεστάλησαν επιπλέον στρατεύματα. Στις 13 Δεκεμβρίου 2011 οι τελευταίοι Αμερικανοί αποχωρούν τερματίζοντας επίσημα την οκταετή αμερικανική ανάμειξη (για την ακρίβεια παρέμειναν 4.100 άνδρες και τον επόμενο χρόνο), γ) 2012-2017 που σημαδεύτηκε από την εμφάνιση του Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ και του Λεβάντε (ISIS) το οποίο κατέλαβε το 1/3 της ιρακινής επικράτειας το 2014. Οι ΗΠΑ απέστειλαν εκ νέου στρατιωτικό προσωπικό στο Ιράκ και υπό την ηγεσία τους σχηματίστηκε ο Παγκόσμιος Συνασπισμός κατά του ISIS (The Global Coalition to Defeat ISIS) και δ) 2018-2023 όπου η ιρακινή κυβέρνηση ανέκτησε το σύνολο των εδαφών (Μάιος 2018). Οι ΗΠΑ διατηρούν ακόμη και σήμερα 2.500 άτομα ως συμβουλευτικό στρατιωτικό προσωπικό.
[1] Robert Kaplan, “The tragedy of US foreign policy”, The National Interest, 1 Αυγούστου 2013, https://nationalinterest.org/commentary/the-tragedy-us-foreign-policy-8810.
[2] Τη συγκεκριμένη αναφορά την έκανε στην ομιλία του με τίτλο “Α Distinctly American Internationalism”, στην Προεδρική Βιβλιοθήκη Ρόναλντ Ρέιγκαν (Σίμι Βάλεϊ, 19 Νοεμβρίου 1999), Candy Crowley, “Bush lays out of foreign policy vision”, CNN, 19 Νοεμβρίου 1999, https://edition.cnn.com/ALLPOLITICS/stories/1999/11/19/bush.speech/.
[3] President George W. Bush speech on missile defence, National Defense University, Ουάσιγκτον, 1 Μαΐου 2001, http://www.fas.org/nuke/control/abmt/news/010501bush.html.
[4] Zbigniew Brzezinski, Η δεύτερη ευκαιρία. Τρεις πρόεδροι και η κρίση της αμερικανικής υπερδύναμης, Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 2008, σ. 158.
[5] https://www.congress.gov/107/plaws/publ40/PLAW-107publ40.pdf.
[6] Ομόφωνα (98-0) από τη Γερουσία και με 420-1 στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
[7] Address to a Joint Session of Congress and the American People, Ουάσιγκτον, 20 Σεπτεμβρίου 2001, https://georgewbush-whitehouse.archives.gov/news/releases/2001/09/20010920-8.html.
[8] Η συγκεκριμένη φράση («axis of evil») αναφέρθηκε για πρώτη φορά από τον ίδιο στην ομιλία του με την ευκαιρία του εορτασμού της Ένωσης (29.01.2002). Αφορά μια υποθετική συνωμοσία κρατών (Ιράκ, Ιράν και Βόρεια Κορέα) υπέρ της διεθνούς τρομοκρατίας που συμμετέχουν στην ανάπτυξη όπλων μαζικής καταστροφής. President Delivers State of the Union Address, Ουάσιγκτον, 29 Ιανουαρίου 2002, https://georgewbush-whitehouse.archives.gov/news/releases/2002/01/20020129-11.html.
[9] Στην ίδια ομιλία, ό.π.
[10] Iraq’s Weapons of Mass Destruction Programs, CIA, Οκτώβριος 2002, https://web.archive.org/web/20130911171932/https://www.cia.gov/library/reports/general-reports-1/iraq_wmd/Iraq_Oct_2002.htm.
[11] George W. Bush, President’s Remarks at the United Nations General Assembly, Νέα Υόρκη, 12 Σεπτεμβρίου 2002, https://georgewbush-whitehouse.archives.gov/news/releases/2002/09/20020912-1.html.
[12] https://www.congress.gov/bill/107th-congress/house-joint-resolution/114.
[13] Στη Βουλή των Αντιπροσώπων πέρασε με πλειοψηφία 296-133. Το 39,2% των βουλευτών του Δημοκρατικού Κόμματος ψήφισαν υπέρ. Ανάμεσα στους πιο επιφανείς ήταν οι μετέπειτα υπουργοί Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον και Τζον Κέρι επί κυβέρνησης Μπαράκ Ομπάμα και ο σημερινός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν. Αντίθετα, ο Μπαράκ Ομπάμα που ανήκε στο 41,1% την καταψήφισε, χαρακτηρίζοντας τον επερχόμενο πόλεμο ως «dump war…rush war» προκειμένου η κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους «να αποσπάσει την προσοχή των Αμερικανών από τα οικονομικά προβλήματα και τα επιχειρηματικά σκάνδαλα». Barack Obama’s speech against Iraq war, Σικάγο, 2 Οκτωβρίου 2002, https://www.npr.org/templates/story/story.php?storyId=99591469.
[14] https://2009-2017.state.gov/documents/organization/63562.pdf.
[15] https://www.un.org/depts/unmovic/documents/687.pdf.
[16] https://www.un.org/depts/unmovic/documents/1441.pdf.
[17] Ζbigniew-Brzezinski, Η επιλογή: παγκόσμια κυριαρχία ή παγκόσμια ηγεσία; Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 2006, σ. 152.
[18] Jonathan Romaneski, “The US invasion of Iraq, 10 years later”, The Ohio State University, Μάρτιος 2013, https://origins.osu.edu/milestones/march-2013-us-invasion-iraq-10-years-later?language_content_entity=en.
[19] Η χρήση του όρου αυτού αναφερόταν στον ευσεβή πόθο των ΗΠΑ ότι ο πόλεμος στο Ιράκ ήταν μια διεθνής στρατιωτική επιχείρηση. Όμως η συντριπτική πλειοψηφία των κρατών του «συνασπισμού» περιόρισε την υποστήριξη μόνο μέσω δηλώσεων επιδιώκοντας ως αντάλλαγμα την παροχή αμερικανικής οικονομικής βοήθειας.
*Διεθνολόγος με ειδίκευση στην αμερικανική εξωτερική πολιτική