Οι πρόσφατες εξελίξεις, με την προβληματική κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών και τις παλινωδίες στη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, αποδεικνύουν ότι η χώρα δεν μπορεί να ξεφύγει -σε κανένα επίπεδο- από το τέλμα των τελευταίων ετών που έχει ως αφετηρία (συμβολική ή ουσιαστική;) την οικονομική κρίση που βιώνουμε το 2010.

Σε ένα από τα πρώτα βιβλία μου, το «Οράματα και Χίμαιρες-Διαδρομές Ενός Διπλωμάτη», που κυκλοφόρησε το 2016 από τις Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, κατέγραφα 15 προτάσεις για την Ελλάδα και την Ευρώπη. Τις διάβασα και πάλι φοβούμενος, μήπως ήμουν υπερβολικός, άδικος ή αβάσιμα απαισιόδοξος. Δυστυχώς, ισχύουν στο σύνολό τους και σήμερα. Στο στο παρόν άρθρο, με ανάλογη διάταξη των 15 προτάσεων, όχι μόνον δεν αλλάζω τις επικεφαλίδες τους, αλλά δεν έχω άλλη λύση παρά να χρησιμοποιήσω, γι’ άλλη μια φορά, μελανά χρώματα.

(1). Οι σημερινές Συνθήκες που διαμορφώνουν τους θεσμούς και τις Πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης χρειάζονται θεμελιώδη αναθεώρηση. Από το Μάαστριχτ μέχρι και την Λισαβόνα υπήρξε πρόοδος. Έγιναν θετικά βήματα με κατεύθυνση προς τα εμπρός. Η Ευρωπαϊκή Ένωση σήμερα είναι υποχρεωμένη να δώσει απαντήσεις σε δύο υπαρξιακά ζητήματα. Το πρώτο αφορά στην αδυναμία της, στην αδυναμία μας δηλαδή, να προβλέψουμε. Τα όσα συμβαίνουν τα τελευταία 9 χρόνια στη Βόρειο Αφρική και Μέση Ανατολή αμφισβητούν ευθέως τη θέληση, την δυνατότητα και τα μέσα (capabilities) που διαθέτει η Γηραιά Ήπειρος μπροστά στις εκ θεμελίων ανακατατάξεις από τον Άτλαντα και τις Στήλες του Ηρακλέους μέχρι το Ιράν και τον Περσικό Κόλπο. Επί του παρόντος ομόθυμα η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει εκχωρήσει και παραχωρήσει στο ΝΑΤΟ τις επιχειρησιακές δράσεις στη Μεσόγειο. Ανατολική αρχικά, κεντρική στη δεύτερη φάση.

(2). Αυτή που αποκαλούμε «Εξωτερική Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης» φάνηκε αδύναμη και αδύνατη να προλάβει, να διαγνώσει και να ελέγξει τις εξελίξεις. Υπάρχει συνεπώς ασυμμετρία μεταξύ των προκλήσεων του σήμερα και του αύριο και των εργαλείων και δυνατοτήτων Εξωτερικής Πολιτικής που διαθέτουμε. Ναι, γνωρίζω ότι υπάρχει αντίλογος. Εντούτοις, χωρίς Ενιαία και Κοινή Εξωτερική Πολιτική, η δική μας Ευρώπη θα συνεχίσει να ακολουθεί τις εξελίξεις και να παρακολουθεί τις συνέπειές τους. Αρκούμενη να στηρίζει ή να αντιτάσσεται στις πρωτοβουλίες άλλων.

(3). Όσο η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν διαθέτει Ενιαία και Κοινή Εξωτερική Πολιτική, την οποία αντιλαμβάνομαι ως μια συνεχή διεργασία συμμετοχής στις αποφάσεις, στις ευθύνες, καθώς και στις επιπτώσεις, τόσο θα παραμένουμε σιωπηλοί ή διαμαρτυρόμενοι μάρτυρες ενεργειών μεμονωμένων κρατών-μελών. Γνωρίζω ότι η Ένωση είναι αποτέλεσμα κοινής βούλησης και σύμπτωσης συμφερόντων των μελών της. Στο οριακό όμως σημείο που βρισκόμαστε σήμερα, είναι καθαρό ότι χρειάζεται μια νέα συλλογική προσπάθεια προσδιορισμού και αξιολόγησης του εύρους του κοινού συμφέροντος.

(4). Τι θέλω; Θέλω το πεδίο το οποίο προσδιορίζω ως «Πεδίο Κοινού Ευρωπαϊκού Συμφέροντος» να διευρυνθεί. Κατ’ ανάγκη σε βάρος Εθνικών Επιδιώξεων. Στο βιβλίο μου «Οράματα και Χίμαιρες» κάνω λόγο για την «Αρπαγή της Ευρώπης». είναι υπερβολικό; Αυτό που εννοώ είναι ότι χρειαζόμαστε –είναι υπαρξιακή πλέον ανάγκη– ένα νέο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα που θα περιέχει αυξημένους ελέγχους και εξισορροπητικούς μηχανισμούς (checks and balances). Τρία παραδείγματα: Ουκρανία, «Αραβική Άνοιξη», Προσφυγικό. Η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύρθηκε και παρασύρθηκε από τις αποφάσεις και τα συμφέροντα ορισμένων χωρών, των λίγων. Ας εφαρμόσουμε και στην αξιολόγηση της Εξωτερικής Πολιτικής της Ευρώπης τις λογιστικές μεθόδους που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση οποιασδήποτε ιδιωτικής επιχείρησης ή επιχειρηματικού σχεδίου. Δηλαδή τον υπολογισμό του κόστους, του προσδοκώμενου κέρδους και των τρεχουσών ζημιών-αποδόσεων. Πιστεύει κανείς ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θετικό απολογισμό ή ισολογισμό;

(5). Ως Ευρωπαίος Πολίτης ανησυχώ για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχω υποχρέωση να ανησυχώ. Η δική μου γενιά είχε ένα διαφορετικό όραμα. Αγκάλιασε την Ευρώπη των Αξιών, του Ανθρωπισμού. Αγκάλιασε συνάμα την πολιτική Ευρώπη, αφέθηκε δε στην αγκαλιά της οικονομικής Ευρώπης.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής (Ζάππειο, 28 Μαΐου 1979) είχε περιγράψει ακριβώς τις προσδοκίες και της δικής μου γενιάς με τα ακόλουθα λόγια:
«[…] Αν τα Κράτη της Ηπείρου μας δεν συνενώσουν τις υλικές και πνευματικές τους δυνάμεις σε μια οργανική ενότητα, θα παραμερισθούν μοιραία στο περιθώριο της ιστορίας. Και η Ευρώπη, που κυριαρχούσε στον κόσμο, μέχρι και τις αρχές του αιώνος, θα μεταβληθεί σε ουραγό και θα εκτεθεί σε κινδύνους. […] Η Ελλάς δεν μπορούσε να απουσιάσει από αυτή την ιστορική για το μέλλον της Ευρώπης συλλογική προσπάθεια. Γιατί η τύχη της είναι στενά, αναπόσπαστα, θα έλεγα, συνυφασμένη με την τύχη των άλλων Δημοκρατιών της Ηπείρου. Αν η Ευρώπη κινδυνεύσει, σαν μορφή διακυβερνήσεως και σαν τρόπος ζωής, θα είναι εντελώς παράλογο να πιστέψουμε ότι η Ελλάς θα μπορέσει να διατηρηθεί σαν μοναδική βάση ανεξαρτησίας και ελευθερίας στην Ήπειρό μας. […]»

Η ομιλία αυτή έγινε την ημέρα της υπογραφής της Συμφωνίας Προσχώρησης της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Παρά τον πανηγυρικό της χαρακτήρα, είναι διακριτά και τα στοιχεία των επισημάνσεων τόσο για την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και για την Ελλάδα. Προϋπόθεση για την επικράτηση της Ένωσης σε παγκόσμιο επίπεδο είναι «η συνένωση των υλικών και πνευματικών δυνάμεων των κρατών της Ευρώπης σε μια οργανική ενότητα».

(6). Η Ευρωπαϊκή Ένωση σήμερα βρίσκεται στην δίνη της μακρύτερης, βαθύτερης, καταφανώς υπαρξιακής κρίσης, που έχει από συστάσεώς της γνωρίσει. Η κρίση δεν αντανακλά μόνο την σημερινή ανεπάρκεια των Ευρωπαϊκών Θεσμών και Πυλώνων κοινής δράσης. Αντανακλά επίσης και την βαθειά κρίση πολιτικών συστημάτων, ιδεολογιών στα κράτη-μέλη.
Τολμώ να ισχυριστώ ότι ακόμη και αυτή η σημερινή Ευρώπη αποτελεί καλύτερη επιλογή. Οι άλλες επιλογές, αν υποθέσουμε ότι πραγματικά υπάρχουν, αποτελούν έναν βέβαιο οδικό χάρτη για την καταστροφή.

Σε ό,τι αφορά ειδικότερα στην Ελλάδα, η υποθετική, θέλω πλέον να ελπίζω, επιλογή «εκτός της Ευρώπης» σημαίνει εθνική καταστροφή. Άλλο αποδυνάμωση και μείωση δυνατοτήτων και άλλο καταστροφή. Παρά τη σημερινή γενικευμένη δυσθυμία της ελληνικής κοινής γνώμης απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με αφορμή την διαχείριση του Ελληνικού Ζητήματος και την προσφυγική κρίση κυρίως, έχω την αίσθηση ότι είναι προτιμότερη η υποθηκευμένη κυριαρχία εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρά η ανύπαρκτη και εικονική μόνο κυριαρχία μιας κατεστραμμένης Ελλάδος εκτός των ορίων της.

Δεν είναι το ιδεώδες. Σίγουρα δεν ήταν το όραμα της γενιάς μου, είναι όμως μια πραγματικότητα. Προτιμώ μια ισχυρή Ελλάδα σε μια ισχυρή Ευρώπη. Παραδίδουμε στην νέα γενιά μια αδύναμη Ελλάδα σε μια Ευρώπη που αντιμετωπίζει υπαρξιακή κρίση.

Είναι εντούτοις προτιμότερη επιλογή από μια διαλυμένη Ελλάδα έξω από μια διαλυμένη Ευρώπη.

Η Ευρώπη χρειάζεται σήμερα οραματιστές σαν τους Αλτιέρο Σπινέλι, Ζαν Μουλέν, Ντενί Ντε Ρουζμόντ, Τόμας Μανν, Καρλ Φρίντριχ Γκόρντελερ, Αλμπέρ Καμύ και πραγματιστές όπως ο Ζαν Μοννέ. Χρειάζεται ένα νέο ανοικτό συνέδριο εκπροσώπων από όλα τα κράτη-μέλη που θα μπορούσε να δώσει το φιλί της ζωής στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ένα συνέδριο αντίστοιχο του συνεδρίου της Χάγης, τον Μάιο του 1948, που έθεσε τις βάσεις για την Πανευρωπαϊκή Κίνηση για την ενωμένη Ευρώπη.

Αισθάνομαι ότι αυτό που απουσιάζει σήμερα από την Ευρώπη είναι ένα κείμενο, μια διακήρυξη ανάλογη της Πολιτιστικής Διακήρυξης που συνέταξε στο Συνέδριο της Χάγης ο καθηγητής μου στο πανεπιστήμιο της Γενεύης, Denis de Rougemont. Σημείωνε ότι «η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αποτελούσε πλέον μια ουτοπία, αλλά κατέληξε να αποτελεί ανάγκη που θεμελιώνεται στην βαθιά ενότητα του Ευρωπαϊκού πολιτισμού».

Πολιτισμός, τόσο ξεχασμένη έννοια και περιθωριοποιημένη δράση της σημερινής Ένωσης. Αλήθεια, υπάρχει έστω και ένας Ευρωπαίος πολίτης που να αναγνωρίζει το όνομα ενός έστω Υπουργού Πολιτισμού; Οι Υπουργοί Οικονομίας και Οικονομικών είναι πασίγνωστοι. Μήπως ήλθε η στιγμή να θυμηθούμε και τις καταβολές των κοινών πολιτιστικών αξιών;

(7). Για την Ελλάδα τώρα. Απαιτείται η γενναία και ριζική Αναθεώρηση του Συντάγματος. Ο Καταστατικός Χάρτης της Ελλάδος ήταν προσαρμοσμένος στα μέτρα μιας άλλης Ελλάδας, ενός πολιτικού συστήματος με διαφορετικές ισορροπίες και μιας Ευρώπης με αυτοπεποίθηση. Μιας Ευρώπης που είχε αξιοπιστία και προσέφερε ελπίδα. Κυρίως όμως το Σύνταγμα της Ελλάδος και οι Ελληνικοί Θεσμοί δεν μπορούν να ανταποκριθούν στον συμβατικό, μη συμβατικό και ασύμμετρο χαρακτήρα που αποτελούν το άθροισμα των εκκρεμοτήτων και λεγόμενων «Εθνικών Θεμάτων» του χθες και των προκλήσεων και απειλών του σήμερα και του αύριο.

Το Σύνταγμα πρέπει να επιβάλει την συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων. Δυστυχώς δεν έχουμε φθάσει ακόμη στο στάδιο εκείνο της ωριμότητας που μας επιτρέπει, όπως γινόταν στο παρελθόν, η συνεννόηση να είναι δικαίωμα του εκάστοτε Προέδρου της Δημοκρατίας ή πρωθυπουργού και όχι υποχρέωσή του.

(8). Η συνέργεια, η συνεννόηση και η συναίνεση σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών δεν υποκαθιστά ούτε αμβλύνει τον θεμελιώδη ρόλο του Κοινοβουλίου. Επιτρέπει όμως, όταν οι συνθήκες το επιβάλλουν και το απαιτούν, να επιτυγχάνεται η διαμόρφωση συνθηκών στήριξης και προώθησης του Εθνικού Συμφέροντος στον υψηλότερο παρονομαστή.

Το νομοθετικό έργο και ο κοινοβουλευτικός έλεγχος δεν μπορούν και δεν πρέπει να υποκατασταθούν. Θα αποτελούν το προνομιακό πεδίο ουσιαστικής παράθεσης και αντιπαράθεσης πολιτικών επιχειρημάτων. Ο Νόμος περί Ευθύνης Υπουργών, το Νομοθετικό πλαίσιο για την λειτουργία και την χρηματοδότηση των κομμάτων, η Υπαλληλία της Βουλής, η ανεξάντλητη δεξαμενή κομματικών φίλων και συγγενών που κατακλύζουν διαχρονικά τις πάσης φύσεως θέσεις σε υπουργικά και λοιπά γραφεία αποτελούν τα στηρίγματα, τους πυλώνες της Ελλάδας των δύο ταχυτήτων.

(9). Σε μία χώρα που περνά την βαθύτερη πολιτική, κοινωνική και αξιακή κρίση, ο εκσυγχρονισμός των Θεσμών αποτελεί την αφετηρία, το εφαλτήριο, μιας προσπάθειας αναγέννησης. Εφόσον το θεσμικό σύστημα παραμένει απαράλλακτο, δεν μπορεί κανείς να ελπίζει ότι το πολιτικό σύστημα θα εξελιχθεί. Άλλωστε χαρακτηριστικό στοιχείο ενός αντιπροσωπευτικού συστήματος είναι ότι οι εκλεγόμενοι εκπροσωπούν τους πολίτες. Οι πολιτικοί έχουν σαφή νομιμοποίηση και καθαρή εντολή. Κατά συνέπεια είναι ορθό να λέγεται ότι το πολιτικό σύστημα αντανακλά και αντικατοπτρίζει την βούληση, τις προτιμήσεις και την ψήφο των πολιτών.

Είναι αναγκαίο συνεπώς να εκσυγχρονιστούν οι όροι λειτουργίας των σχέσεων του πολίτη με τα πολιτικά κόμματα. Όσο αυτό δεν γίνεται μέσω μιας ευρύτατης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, τόσο εύκολο θα είναι να συμπεράνει κανείς ότι η ιθύνουσα πολιτική τάξη, η παλαιότερη και η νεότερη από κοινού, θεωρεί ότι δεν είναι προς το συμφέρον της η μεταβολή των όρων συμπεριφοράς, των όρων του παιχνιδιού.

(10). Ο εκσυγχρονισμός της Ελλάδος στους τομείς της Εξωτερικής Πολιτικής, της Άμυνας και της Ασφάλειας είναι αναγκαίος και απαραίτητος.
Εδώ και χρόνια επιχειρηματολογώ επί της ανάγκης σύστασης ενός Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή τον Πρωθυπουργό με την συμμετοχή των πολιτικών αρχηγών. Θεσμικά εξαιρώ την Χρυσή Αυγή. Κάποια στιγμή, το 2015, συνήλθε υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας το Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών για το προσφυγικό. Ξεχνάμε όμως ότι έχουν περάσει χρόνια από τη γένεση, τα αίτια και τις αφορμές των προσφυγικών ρευμάτων, τις εξεγέρσεις, ανατροπές και στρατιωτικές επεμβάσεις, που χαρακτηρίζουν το Αραβικό «Λυκόφως». Η Ελλάδα αποτελεί ευρωπαϊκή, αν όχι παγκόσμια, πρωτοτυπία και εξαίρεση. Το Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών από τον Ιανουάριο 2011 μέχρι και σήμερα δεν έκρινε χρήσιμο, σκόπιμο ή έστω αναγκαίο να ασχοληθεί με την συνολική ανατροπή του status quo σε ολόκληρη την περιοχή με την οποία αμέσως γειτνιάζουμε. Δεν συνήλθε όταν ήλθε η «Αραβική Άνοιξη», δεν συζήτησε καν τις επιπτώσεις και συνέπειες των δράσεων του ΝΑΤΟ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ρωσίας, της Τουρκίας, της, της, της… Με καθυστέρηση δύο ετών συνήλθε για να διαπιστώσει. Υπήρξε συναίνεση και συμφωνία; Αν ναι, τότε ανετράπη από τις ίδιες τις δηλώσεις των πολιτικών αρχηγών.

(11). Με πόνο και οδύνη αντιμετωπίζω το μέλλον της νέας γενιάς. Αυτής που ακολουθεί. Έχω επανειλημμένα γράψει ότι σφάλματα χειρισμών, πολιτικά λάθη και εκτιμήσεις, οι οποίες απεδείχθησαν έωλες, έγιναν και κατά το παρελθόν. Λάθος αποφάσεις είχαν ληφθεί και από μυαλωμένους πολιτικούς. Φρόντισαν όμως, όσοι πραγματικά φρόντισαν, να περιορίσουν τις ζημιές όταν ήταν αδύνατον να επανορθώσουν τα λάθη.

Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια –δεν αναφέρομαι μόνο στην περίοδο των μνημονίων– ζούμε μία χωρίς προηγούμενο κατάσταση. Θυσιάζουμε με ευκολία και αμεριμνησία το μέλλον, την ίδια την ζωή, των επόμενων γενεών για να επιβιώσει η δική μας. Δεν μπορούμε να ζητήσουμε ή να περιμένουμε για το θέμα αυτό την κατανόηση και ακόμα λιγότερο την συγχώρεση. Ακόμα και την στιγμή που γράφεται το κείμενο αυτό, συνεχίζεται η συνταγή του αποκλεισμού του μέλλοντος των πολλών, των άγνωστων σε εμάς νέων, προκειμένου να εξασφαλιστούν οι πόροι για την τακτοποίηση «των δικών μας». Κάτω από ποια λογική; Συνεχίζουμε ακριβώς αυτό που γινόταν και πριν.

Η σημερινή Ελλάδα είναι ίδια με την Ελλάδα του χθες; Οι ευκαιρίες που έχουν σήμερα οι νέοι στην αγορά εργασίας και στην ζωή είναι ίδιες με τις ευκαιρίες που είχαμε εμείς; Δεν ξέρω τι θα γράψει ο ιστορικός του μέλλοντος για την γενιά μας. Εκείνο όμως που γνωρίζω είναι ότι σίγουρα θα μας θυμηθεί.

(12). Με εξαίρεση το Κυπριακό, για την εξέλιξη του οποίου διστάζω ακόμη να κάνω ασφαλή πρόβλεψη, ριψοκινδυνεύω την εκτίμηση ότι στο σύνολο των ζητημάτων τα οποία αφορούν, επηρεάζουν και ενοχλούν την Ελλάδα, η λύση –χωρίς εισαγωγικά– θα καθυστερήσει ακόμη πολύ να φανεί στον ορίζοντα. Είναι βέβαιο ότι σε μια σειρά θεμάτων με χαρακτηριστικότερη την περίπτωση της ονομασία της π.Γ.Δ.Μ. υπάρχει μία ιστορία χαμένων ευκαιριών. Ευκαιριών, που οφείλονται σε κακή εκτίμηση των παραμέτρων ενός σχεδίου συμφωνίας. Άλλοτε στην εκτίμηση ότι η αποδοχή ενός συμβιβασμού συνεπάγεται ανυπέρβλητο πολιτικό κόστος. Ενίοτε, και υπό την απειλή καταψήφισης του σχεδίου λύσης στην Βουλή, ακόμη και από μέλη κυβερνητικής πλειοψηφίας (Μάιος 1993).

Σίγουρα δεν ανήκω στην κατηγορία εκείνων οι οποίοι δεν αναλαμβάνουν την προσωπική τους ευθύνη. Το γεγονός, όμως, ότι έγιναν λάθος χειρισμοί στο παρελθόν, όταν η Ελλάδα εξέπεμπε κύρος, ισχύ, αξιοπιστία, υπεροχή και αίσθημα υπεροχής, δεν αποτελεί συνθήκη αναγκαία και ικανή για μια, όπως-όπως, λύση σήμερα.

Ο συμβιβασμός αποτελεί προϋπόθεση επίτευξης συμφωνίας. Μόνο στην Ελλάδα ο συμβιβασμός θεωρείται ταυτόσημος με προδοσία ή έστω μειοδοσία. Ταυτόχρονα, όμως, ο συμβιβασμός πρέπει να είναι κοντά στους στόχους που έχεις θέσει. Να ανταποκρίνεται και να εξυπηρετεί τα εθνικά σου συμφέροντα. Επίσης, ο τρόπος με τον οποίο ενεργείς, συμπεριφέρεσαι και αποφασίζεις σε ένα βασικό πρόβλημα Εξωτερικής Πολιτικής επιτρέπει την εξαγωγή συμπερασμάτων και παρατηρήσεων για τις παραμέτρους εκείνες που επηρεάζουν την διαδικασία λήψης αποφάσεων.

Βάζω σε τάξη τις σκέψεις μου. Το γεγονός ότι έχουν περάσει είκοσι πέντε χρόνια από την γένεση του ζητήματος σε συνδυασμό με το μεγάλο πολιτικό και διπλωματικό κεφάλαιο που έχουμε αναλώσει, δεν αποτελούν το μοναδικό κριτήριο για την επίσπευση της επίλυσής του. Ιδίως εάν η λύση είναι απλά ένα «φύλλο συκής».

Νιώθω την υποχρέωση να καταγράψω αυτές τις επισημάνσεις, ειδικά για το ζήτημα της ονομασίας. Εάν η Ελλάδα αποφασίσει ότι διεκδικεί τον κότινο του νικητή περνώντας κάτω από τον πήχη, η αξιολόγηση της απόφασής μας θα κινείται στις ακόλουθες γραμμές. Η σημερινή Ελλάδα, αδύναμη σε σχέση με το παρελθόν, υπό την πίεση των εταίρων της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και συμμάχων της στο ΝΑΤΟ, υποχώρησε από τις πάγιες εθνικές της θέσεις. Η μελέτη αυτή της συμπεριφοράς μας θα αποτελεί «πρότυπο αναφοράς» και για άλλα θέματα.

Η διαιώνιση ενός ζητήματος δεν αποτελεί λύση. Όμως, μια κακή λύση δεν είναι αυτοσκοπός.

(13). Θεωρώ ότι, υπό την πίεση των ασύμμετρων εξελίξεων και επιπτώσεων στην ευρύτερη περιοχή της Βόρειας Αφρικής και Μέσης Ανατολής, πρέπει να αποκατασταθεί ένας λειτουργικός δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ από την μία πλευρά και της Ρωσικής Ομοσπονδίας από την άλλη. Έχω λάβει ξεκάθαρη θέση απέναντι στην Ρωσική στρατιωτική επέμβαση στην Γεωργία το καλοκαίρι του 2008 και στην Ουκρανία τα τελευταία χρόνια. Και οι δύο στρατιωτικές επεμβάσεις ακολουθούν το πρότυπο της Τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν μειωμένη αξιοπιστία καταδικάζοντας μεν τις παραβιάσεις του Χάρτου των Ηνωμένων Εθνών από την Ρωσία, ενώ δείχνουν ανοχή και κλείνουν τα μάτια στην ύπαρξη ενός κακού προηγούμενου στην Ευρώπη: της συνεχιζόμενης κατοχής της Κύπρου από την Τουρκία.
Η άμβλυνση των αντιστάσεων της Ευρώπης απέναντι στην Άγκυρα και η υποταγή των αξιών στο συμφέρον των ηγετών της με αφορμή το προσφυγικό, μας επιτρέπει να αναζητήσουμε ανάλογο πλαίσιο συμπεριφοράς και σχέσεων απέναντι στην Ρωσία. Με την Ρωσία τουλάχιστον μας συνδέει ένας κοινός Ευρωπαϊκός Πολιτιστικός Χώρος.

(14). Σε παγκόσμιο επίπεδο υποστηρίζω την ανάγκη αναθεώρησης του Χάρτου των Ηνωμένων Εθνών. Ως πρώτη προτεραιότητα θα θεωρούσα την αναμόρφωση του Συμβουλίου Ασφαλείας και δη του αριθμού των Μονίμων Μελών του. Η συμμετοχή της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Ιαπωνίας ως Μονίμων Μελών πλέον είναι χρήσιμη και αναγκαία. Η ηγεμονική δύναμη της Ευρώπης και μια παγκόσμια οικονομική δύναμη δεν μπορεί να μην έχει την θέση που της αρμόζει στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Αν κανείς έχει την ψυχραιμία και την διάθεση να ανάλυση την Γερμανική πολιτική στην Συρία, στην Λιβύη, στο Ιράκ το 2003, εύκολα θα αντιληφθεί ότι ακολουθεί μια πλέον προσεκτική και ισορροπημένη στάση (αντιεπεμβατική θα μπορούσα να πω) σε σύγκριση ιδίως με την Γαλλία και την Μεγάλη Βρετανία.
Θέση επίσης ως Μόνιμο Μέλος πρέπει να έχει και η Ινδία.

Αντιλαμβάνομαι ότι αναθεώρηση χρειάζεται το δικαίωμα αρνησικυρίας (βέτο), το θεμελιώδες δηλαδή δικαίωμα των Πέντε Μονίμων Μελών. Για παράδειγμα, εάν ο αριθμός τους αυξηθεί από πέντε σε εννέα ή δέκα –η Ινδονησία και η Βραζιλία για παράδειγμα– θα μπορούσε να προβλεφθεί ότι δεν αρκεί το βέτο ενός Μόνιμου Μέλους για να εμποδιστεί η λήψη Απόφασης. Ταυτόχρονα, πρέπει να μελετήσουμε εκ νέου τις εργασίες της Διάσκεψης του Αγίου Φραγκίσκου. Θα αντιληφθούμε ότι πρέπει να βελτιωθεί η διατύπωση των άρθρων 1 και 2 του Χάρτου των Ηνωμένων Εθνών. Να γίνουν δηλαδή αποδεκτές οι προτάσεις που είχαν τότε απορριφθεί από τις νικήτριες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου δυνάμεις.

Να παραδεχθούμε δηλαδή ότι, ακόμη και ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, το μοναδικό παγκόσμιο σύστημα συλλογικής ασφάλειας, ήταν απολύτως αναγκαίο και απαραίτητο δημιούργημα το 1945. Χρειάζεται όμως αναθεώρηση και βελτίωση προκειμένου να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις ανάγκες και τα προβλήματα του 21ου αιώνα.
Γνωρίζοντας όμως τις ανυπέρβλητες σχεδόν δυσχέρειες και αντιπαραθέσεις που έχουν αναδυθεί στο πλαίσιο των διαιωνιζομένων εργασιών της Επιτροπής για την Αναθεώρηση του Χάρτου, φοβούμαι ότι η διαδικασία αυτή θα είναι η δυσκολότερη.

(15). Κλείνω λοιπόν. Φθάνοντας αισίως στην τελευταία παράγραφο. Κλείνω τα μάτια μου και σκέφτομαι για λίγο. Αναλογίζομαι ότι σε όλα τα επίπεδα, εθνικό, ευρωπαϊκό, περιφερειακό και παγκόσμιο, χρειαζόμαστε την επιστροφή στη ΓΝΩΣΗ.

Τις σκέψεις μου όμως την στιγμή αυτή τις συγκεντρώνω στην πατρίδα μου. Η Ελλάδα οφείλει να ξαναγίνει μια πολιτεία που στηρίζει την καλλιέργεια της γνώσης. Δεν είναι μόνο εφόδιο ζωής. είναι τρόπος επιβίωσης. είναι το μέσο διάκρισης. Στα χρόνια που πέρασαν, και ακόμη παλιότερα, τόσο σαν κράτος όσο και σαν έθνος, πληρώσαμε υψηλό τίμημα. δυσανάλογα υψηλό κόστος. Γιατί οι αποφάσεις μας, αποφάσεις για πράξη, αποφάσεις για απραξία, προκάλεσαν ήττες, πόνο και συμφορές.

Η γνώμη, η κρίση, η απόφαση είναι στοιχεία αναπόσπαστα από την ζωή μας. Οι ανθρώπινες όμως αποφάσεις, γνώμες και κρίσεις των ηγετών μιας χώρας έχουν θετικές ή αρνητικές επιπτώσεις. Το θάρρος της γνώμης είναι ένα προτέρημα των ηγετών. Ή εν πάση περιπτώσει εκείνων που ξεχωρίζουν.

Στην ιστορία όμως έχουν μείνει οι ηγέτες που έχουν στηρίξει την άποψή τους στην βαθιά γνώση. Η γνώση προϋποθέτει παιδεία. Ναι, υπάρχει γνώση χωρίς παιδεία. είναι η επιδερμική, αυτοματοποιημένη σχεδόν απορρόφηση πληροφοριών τις οποίες δεχόμαστε και καταγράφουμε στον χρυσό αυτό αιώνα της μαζικής πληροφορίας. Προκρίνω όμως την γνώση που είναι προϊόν εκπαίδευσης, παιδείας. Αυτό διακρίνει το άβουλο και άλογο υποκείμενο της πληροφόρησης από τον άνθρωπο που σκέπτεται, που αναλύει κάθε πληροφορία που δέχεται.

Κυρίως όμως διακρίνει μία μη συνειδητή, παρορμητική τάση της σπουδής για την γνώμη. Δεν είναι ούτε θέμα ηλικίας ούτε θέμα γενιάς. Η παιδεία δεν είναι απλά χρήσιμη, είναι αναγκαία. είναι το βασικό αγαθό που μπορεί και πρέπει να παρέχει μια δημοκρατική κοινωνία στους πολίτες της. Ταυτόχρονα όμως είναι υποχρέωση του ατόμου, του πολίτη. Η καλλιέργεια του ανθρώπινου πνεύματος δεν μπορεί να αφεθεί στην τύχη ούτε στον αυτοματισμό. Σκέφτομαι κάνοντας μία αυτοκριτική και ενδοσκόπηση ότι σαν πολίτες, σαν κοινωνία και σαν χώρα, μάλλον θα είχαμε ωφεληθεί αν η γνώση και ο Λόγος είχαν προηγηθεί των πράξεων.