Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας επισκέπτεται την Τουρκία σε ένα ταξίδι που, ως συνήθως, θα παρουσιαστεί από την κυβερνητική προπαγάνδα σαν απόδειξη του πρωταγωνιστικού ρόλου της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή, αλλά στην πραγματικότητα θα πρόκειται απλώς γι’ άλλη μια προσπάθεια κατευνασμού του επιθετικού προέδρου της γειτονικής χώρας Ρ.Τ. Ερντογάν.

Επί της αρχής, η απόφαση συνέχισης του διαλόγουδεν είναι λανθασμένη. Πρώτον, επειδή η υποβάθμιση ή  διακοπή του διαλόγου μόνον σε επιδείνωση της κατάστασης θα οδηγούσε. Και, δεύτερον, επειδή έχει αποδειχθεί ότι η διατήρηση ανοιχτών διαύλων επικοινωνίας, ειδικά με τον κ. Ερντογάν, έχει αποτρέψει αρκετές δυσμενείς εξελίξεις τα τελευταία χρόνια. Ακόμα και η πολυσυζητημένη επίσκεψή του στην Αθήνα, το Δεκέμβριο του 2017, όταν έθεσε δημόσια ζήτημα αναθεώρησης της Συνθήκης της Λοζάνης και πρόβαλε ανυπόστατους ισχυρισμούς περί μη εφαρμογής του Διεθνούς Δικαίου στο Αιγαίο, αποδείχθηκε ότι, τελικά, δεν έβλαψε τα ελληνικά συμφέροντα. Γιατί και έλαβε αμέσως -επίσης δημόσια- τις δέουσες απαντήσεις, κυρίως από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Πρ. Παυλόπουλο και δευτερευόντως από τον Πρωθυπουργό, και γιατί η ελληνική εξωτερική πολιτική αξιοποίησε τις δηλώσεις Ερντογάν, για να καταγγείλει διεθνώς τον αναθεωρητισμό του. Όταν οι σύμμαχοι ακούν περί αναθεώρησης της Λοζάνης, πανικοβάλλονται όχι μόνο για το σκέλος των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αλλά πρώτιστα για τις συνέπειες σε σωρεία θεμάτων από το καθεστώς των Στενών μέχρι τα σύνορα με τη Συρία και τις σχέσεις με όλες τις χώρες της περιοχής.

Αντίθετα, λοιπόν, με την ορθή επιλογή της επανάληψης του διαλόγου, το μέγιστο λάθος της κυβέρνησης θα ήταν να προχωρήσει σε άτυπες και βιαστικές διευθετήσεις υπό μία διπλή πλάνη: αφενός ότι η επικύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών σημαίνει αυτόματη στήριξη της Δύσης προς την Ελλάδα σε όλα τα μέτωπα και αφετέρου ότι ο ίδιος ο κ. Τσίπρας μπορεί να παρουσιαστεί, ενόψει εκλογών, σαν πρωταγωνιστής και ειρηνοποιός στο Αιγαίο και την Κύπρο. Δυστυχώς, όποιος κι αν ήταν ο ένοικος του Μεγάρου Μαξίμου σήμερα, ανάλογες προσδοκίες είναι πλήρως ανεδαφικές, επειδή δεν υπάρχει στήριξη από το διεθνή παράγοντα.

Πρώτα απ’ όλα, αν και είναι γεγονός ότι η  Συμφωνία των Πρεσπών έχει αλλάξει την εικόνα του κ. Τσίπρα, στις ΗΠΑ, η εξέλιξη αυτή είναι μονοθεματική (αφορά μόνον τα Δυτικά Βαλκάνια) και, όπως δείχνει η εμπειρία, μάλλον θα αποδειχθεί πρόσκαιρη. Παρά την οργή που επικρατεί στην Ουάσιγκτον για τον απρόβλεπτο Ερντογάν και παρά την ειλημμένη απόφαση ότι η προμήθεια των S-400 αποτελεί «κόκκινη γραμμή», ο Λευκός Οίκος, το Στέητ Ντηπάρτμεντ και το Πεντάγωνο ομονοούν ότι η Τουρκία παραμένει εξαιρετικά χρήσιμη και θα εξαντληθούν όλα τα περιθώρια ακόμα και με την επίδειξη ανοχής σε πολλές προκλήσεις της.

Ο ίδιος ο κ. Τσίπρας και ο τότε υπουργός Εξωτερικών Ν. Κοτζιάς είναι γνωστό ότι αιφνιδιάστηκαν, στο Λευκό Οίκο τον Οκτώβριο του 2017, από τους κολακευτικότατους χαρακτηρισμούς του προέδρου Ντ. Τραμπ για τον κ. Ερντογάν και η εικόνα αυτή έκτοτε δεν έχει αλλάξει. Ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Γ. Κατρούγκαλοςδιαπίστωσε, κατά τις συνομιλίες του με τον υπουργό Εξωτερικών Μ. Πομπέο και τον Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας Τζ. Μπόλτον, τον περασμένο Δεκέμβριο τη συνέχιση της αμερικανικής πολιτικής εξάντλησης όλων των περιθωρίων έναντι του κ. Ερντογάν.

Παράλληλα, η κυβέρνηση, μετά τη θερινή κρίση με τις απελάσεις, επεδίωξε να βελτιώσει το κλίμα με τη Ρωσία, ώστε να υπάρχει η εναλλακτική λύση μιας (προληπτικής ή κατασταλτικής) παρέμβασης του προέδρου Βλ. Πούτιν προς τον Τούρκο ομόλογό του λόγω των  μεταξύ τους άριστων σχέσεων. Η κατάσταση στο Αιγαίο συζητήθηκε από τους κυρίους Τσίπρα και Πούτιν στη Μόσχα στις αρχές Δεκεμβρίου και από τον κ. Κατρούγκαλο και τον υφυπουργό Εξωτερικών Αλ. Γκρούσκο προ δεκαημέρου στην Αθήνα, αλλά κυρίαρχο στοιχείο ήταν η ρωσική σιωπή έναντι των ελληνικών αιτημάτων.